Γράφει ο Νίκος Ιατρού
Βγήκε στο φως, αφήνοντας πίσω τη βουή του υπόγειου σταθμού. Κοίταξε το ρολόι του, διαπιστώνοντας ότι για μια ακόμη φορά είχε αργήσει. Κατέβηκε την πλατεία με γρήγορο βήμα και κατευθύνθηκε προς το βιβλιοπωλείο. Καθώς πλησίαζε, έβλεπε τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί. Το τραπέζι της παρουσίασης είχε στηθεί στην πλάτη της βιτρίνας. Ο συγγραφέας, ανάμεσα σε αναγνώστες και μικρόφωνα, έριχνε λαθραίες ματιές στην είσοδο. Προσπαθούσε να ισορροπήσει το βαρύ σώμα του αυξομειώνοντας την απόσταση από τους ακροατές, που τον είχαν περικυκλώσει. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα πριν χαθεί στο βάθος της αίθουσας αναζητώντας οικεία πρόσωπα.
Εκεί την είδε. Μιλούσε με μια συνάδελφό του. Η εικόνα της αφαίρεσε κάθε λεπτομέρεια από το χώρο, μετατρέποντάς τον σε θολό φόντο. Έμεινε για λίγο ακίνητος. Προσποιήθηκε πως ξεφύλλιζε ένα βιβλίο, πριν αποφασίσει να την πλησιάσει. Ελίχθηκε ανάμεσα σε καρέκλες και προσκεκλημένους. Όταν την έφτασε, μίλησε πρώτα στη συνάδελφο, που προσφέρθηκε να τους συστήσει.
Συνάντησε το βλέμμα της.
«Γνωριζόμαστε» απάντησε εκείνος.
Το βράδυ, στη διαδρομή για το σπίτι, ξέχασε το ψέμα του. Τα λόγια της επέστρεφαν συνέχεια στο μυαλό του.
«Αγαπάμε τα ίδια βιβλία» είχε πει, πριν ψάξει τη θέση της ανάμεσα στους βιβλιόφιλους.
Μόλις μπήκε στο σπίτι ένιωσε τα ρούχα του να τον στενεύουν. Έβγαλε το σακάκι και το πουκάμισο του και τα πέταξε ένα κουβάρι στον καναπέ. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στον κόσμο που κρατούσε κρυφό από την καθημερινότητα του. Παρατηρούσε την πόλη από ψηλά, άκουγε τους ήχους της, έφτιαχνε ιστορίες με πρωταγωνιστές άγνωστους περαστικούς ή ανώνυμους γείτονες. Σήμερα όμως δεν τα κατάφερνε. Η εικόνα της έπνιγε τις σκέψεις του. Όσο κι αν την έψαξε μετά το τέλος της παρουσίασης στάθηκε αδύνατο να τη βρει.
Γύρισε την πλάτη του στην πόλη, μπήκε στο διαμέρισμα και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Κάθισε στον υπολογιστή, άνοιξε το Facebook και αναζήτησε τη σελίδα του συγγραφέα. Οι φωτογραφίες της παρουσίασης είχαν ήδη ανέβει. Σκηνές που έβλεπε σε επανάληψη. Έψαξε ένα ένα τα προφίλ των ακολούθων. Καμιά από τις φωτογραφίες των γυναικών δεν της έμοιαζε. Έψαξε ξανά. Τίποτα. Σηκώθηκε. Έβγαλε τα παπούτσια του και περπάτησε ξυπόλητος μέχρι την κουζίνα. Βρήκε στο ψυγείο ένα ανοιγμένο μπουκάλι λευκό κρασί και πήρε ένα ποτήρι. Επέστρεψε στον υπολογιστή για να εξετάσει για τρίτη φορά τα ονόματα, ενώ το ποτήρι δίπλα του παρέμενε άδειο. Σταμάτησε σε ένα προφίλ χωρίς φωτογραφία. Στη θέση του ονόματος μια φράση: «Σχεδόν εδώ». Άνοιξε τη σελίδα. Ελάχιστες αναρτήσεις, κυρίως κριτικές βιβλίων και συνεντεύξεις συγγραφέων. Έψαξε τις φωτογραφίες. Κι άλλοι συγγραφείς και άλλα εξώφυλλα βιβλίων. Ανάμεσά τους μια παλιά φωτογραφία σχολικής τάξης. Τα χρώματα ξεθωριασμένα, σα να τα μούσκεψε ο χρόνος. Διέκρινε το βλέμμα της ανάμεσα σε δροσερά κοριτσίστικα πρόσωπα.
Εκείνη ξύπνησε με την αίσθηση μιας παρουσίας. Σηκώθηκε και έλεγξε όλα τα δωμάτια. Όταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν μόνη, μπήκε στο μπάνιο. Άκουσε το κινητό να χτυπά τη στιγμή που σταγόνες νερού διέσχιζαν το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Όσο περνούσαν τα χρόνια, έμοιαζε περισσότερο στη μάνα της. Όχι στα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά στο βλέμμα.
Όταν βγήκε από το μπάνιο, οι σταγόνες είχαν μουσκέψει τη μπλούζα της. Περπάτησε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και πήρε το κινητό στα χέρια. Το άνοιξε. Δύο κίτρινά τετράγωνα με ειδοποιήσεις κάλυπταν το ηλιοβασίλεμα της οθόνης. Της θύμιζαν τα σημειώματα της μάνας της στο ψυγείο. «Το φαγητό είναι στο φούρνο. Ζέστανε και φάε» ή «Άπλωσε τα ρούχα».
Η πρώτη ειδοποίηση ήταν για τις αναπάντητες κλήσεις της, αλλά δεν είχε διάθεση για κουβέντα.
Η δεύτερη ήταν ένα αίτημα φιλίας στο Facebook. Άνοιξε το προφίλ του και είδε φωτογραφίες. Χαμογέλασε. Η τελευταία ανάρτηση ήταν το προηγούμενο βράδυ. Ένα κείμενο.
«Την είχε προγραμματίσει από καιρό την παρουσία του. Έφτασε νωρίς. Στην αίθουσα λίγος κόσμος περπατούσε αμήχανα ανάμεσα στις άδειες καρέκλες. Την είδε χωρίς να συναντήσει το βλέμμα της. Επίσημο χτένισμα με μια δόση αυθάδειας, απλό γκρίζο φόρεμα που υπογράμμιζε καλοσχεδιασμένες γραμμές. Στο στήθος ένας μεταλλικός δίσκος περασμένος σε κολιέ από κόκκινες χάντρες. Ο κόσμος γέμισε την αίθουσα και χειροκρότησε θερμά τον ομιλητή. Πρέπει να ήταν εξαιρετική ομιλία, αλλά δεν θυμόταν ούτε λέξη».
Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Φορούσε ακόμη τη βρεγμένη μπλούζα.
Join the discussion