Γράφει η Δημήτρα Γιαννοπούλου
Πώς γίνεται να μοιάζεις τόσο, αλλά να μην είσαι εσύ;
Πώς γίνεται να σε κοιτάω στα μάτια και να μη σε βλέπω;
Να σ’ αγγίζω και να μη σε νιώθω;
Πώς γίνεται να λέω τ’ όνομά σου και να νομίζω πως απευθύνομαι σε κάποιον άλλο;
Πες μου, πώς γίνεται αφού δεν έχεις αλλάξει καθόλου;
Έχεις ακόμα το ίδιο ύψος, τα ίδια μαλλιά, τα ίδια χέρια.
Φοράς ακόμα το ίδιο μπουφάν, είσαι στα ίδια κιλά και οδηγείς το ίδιο αυτοκίνητο.
Όμως εγώ δυσκολεύομαι να σε αναγνωρίσω. Μου θυμίζεις έντονα κάποιον που ερωτεύτηκα πολύ…
Που τον εμπιστεύτηκα και αφέθηκα στη δύναμη που μου ασκούσε.
Που τον επέλεξα εκείνη τη μέρα κι από τότε συνέχισα να τον επιλέγω ξανά ξανά.
Μου θυμίζεις κάποιον που με έκανε να γελάω πολύ, να κλαίω πολύ, να παθιάζομαι, να ελπίζω και να αντέχω. Που όσο του έδινα, τόσο γέμιζα.
Μου θυμίζεις κάποιον που τον πίστεψα, και με έπεισε για το “για πάντα”. Κάποιον που με κοίταζε στα μάτια, μου έλεγε πως μ’ αγαπάει κι εγώ του χαμογελούσα. Του χαμογελούσα γιατί το ένιωθα.
Ένιωθα πως μου έλεγε αλήθεια.
Όχι, μην επιμένεις πως είσαι εσύ εκείνος, πως είσαι ο ίδιος. Αποκλείεται. Δεν σε πιστεύω.
Δε γίνεται να είσαι εσύ εκείνος! Εκείνος δε θα με εγκατέλειπε στην πρώτη δυσκολία.
Εκείνος θα με κρατούσε ακόμα από το χέρι και θα πήγαινε εκεί που ποτέ κανένας έρωτας δεν πήγε.
Δε θα με άδειαζε ποτέ και ποτέ δε θα με έκανε να νιώσω λίγη. Εκείνος μ’ αγαπούσε κι εκείνον έχω μέσα μου.
Εσένα, τώρα, ούτε σε ξέρω, ούτε θέλω να σε μάθω. Εσύ, για μένα, θα είσαι πάντα εκείνος που πίστεψα πως είσαι…
Κι ας μην υπήρξες ποτέ στ’ αλήθεια ρε γαμώτο.