Γράφει ο Κοσμάς Καλεντηριάδης
Δύο ζωές σαν ένα.
Και τώρα;
Σαν ξένοι …
Μπήκε μέσα στο μαγαζί και είπε “Γεια σας!”
Μπορεί μέσα του τα πάντα να πήρανε φωτιά μόλις την είδε, μπορεί το μυαλό ασυναίσθητα να έτρεξε στα περασμένα, όμως κι αυτός σαν ξένος είπε “Γεια σου!”
Εκείνη κάθισε δύο τραπέζια πιο πέρα. Δύο τραπέζια.
Τόσο κοντά… Μα ήταν σαν να τους χώριζαν χιλιόμετρα.
Εκείνος γύρισε μια φορά, κάνοντας πως ψάχνει το σερβιτόρο. Είχε την πλάτη της λιγάκι γυρισμένη. Δεν ξαναγύρισε κι εκείνος. Απλά κοιτούσε το παράθυρο, που βρισκόταν από την άλλη πλευρά. Κοιτούσε το παράθυρο και σαν ταινία πάνω στο τζάμι είδε να περνούν από μπροστά του εικόνες. Η ζωή που είχε ζήσει. Η μορφή της. Τόσα χαμόγελα, τόσες αγκαλιές, τόσες στιγμές μεγάλες…
Δεν κατέβηκε μπουκιά στο στόμα. Το φαγητό έμεινε στη μέση. Ο φίλος του τον κοίταξε με συμπόνια και τον ρώτησε αν θέλει να φύγουνε. Εκείνος απάντησε όχι. Δεν ήτανε που ήθελε να μείνει, αλλά το τζάμι εκείνο που έτρεχε εικόνες τους δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Το κάθε δευτερόλεπτο ήταν σαν χρόνος. Δεν γύρισε ξανά το βλέμμα του. Κοιτούσε το τζάμι. Κοιτούσε όσα είχε. Κοιτούσε όσα έχασε. Και πίσω του, σε απόσταση αναπνοής, εκείνη. Έτρωγε μόνη της. “Ούτε ίσα με την καρέκλα που κάθεται απέναντι της, δεν έφτασα να είμαι” είπε, και ένα δάκρυ κύλησε γρήγορα στα μάτια. Δεν πρόλαβε να το σκουπίσει και σαν μια θάλασσα έπεσε στο πάτωμα. Τόσο βαρύ, που ακούστηκε ο ήχος στα αυτιά του. Ξαφνικά ο φίλος του είπε ότι εκείνη πλήρωσε και φεύγει. Και πριν καν προλάβει να γυρίσει, άκουσε πάλι εκείνη την φωνή. Αχ, Θεέ μου, εκείνη την φωνή. Τη φωνή της…
“Καλή συνέχεια” τους είπε. Μα εκείνος δεν πρόλαβε να γυρίσει να την δει.
Τώρα στο τζάμι δεν έπαιζαν εικόνες. Τώρα έξω απ’ το τζάμι περνούσε στ’ αλήθεια η ζωή του. Μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή! Αν έπαιρνε ανάσα νόμιζε πως θα την καταπιεί, θα την ρουφήξει μέσα του.
Πριν χαθεί στην γωνία, μια ανάσα μεγάλη, μα τίποτα. Χανότανε και φώτιζε, μα ήταν μακριά. Όπως ο ήλιος που λάμπει. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά, Θεέ μου. Και τώρα πάλι σκοτείνιασε. Χάθηκε ο ήλιος. Χάθηκε σε μια γωνιά. Και το τζάμι δεν παίζει εικόνες. Έγινε καθρέπτης τώρα. Κι εκείνος έβλεπε το πρόσωπο του. Είδε τα μάτια του στο τζάμι. Βουρκώσανε. Όχι μόνο γιατί πονούσε. Βουρκώσανε κι από αγάπη. Μύρισε αγάπη πάλι. Για λίγο. Αλλά μύρισε αγάπη…
Ο φίλος του ξαφνικά του έσφιξε το χέρι.
“Μαλάκα, σε παρακαλώ πάμε να φύγουμε. Κλαις, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν πρέπει να σε δούνε έτσι.”
Τον κοίταξε, μα κι ο φίλος φαινότανε θολά. Τότε κατάλαβε πως όλα αυτά τα δάκρυα έπνιγαν την εικόνα του. Σκουπίστηκε με τρόπο και έβαλε δύναμη να σηκωθεί, γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Σαν να έτρεμε η γη. “Πάμε, ρε φίλε”, του είπε με κομμένη την φωνή, αφού δεν είχε καταλάβει πώς τα δάκρυα του είχαν γεμίσει και το στόμα του.
Έφυγε βιαστικά. Σαν να μην ήξερε που πάει. Ο αέρας μύριζε εκείνη, σαν να είχε αφήσει το άρωμα του σώματος της για να την ακολουθήσει. Όμως όχι. Πιο πάνω χάθηκε η μυρωδιά της. Χάθηκε κι ο δρόμος…
Εκείνος κοντοστάθηκε πνιγμένος από τα δάκρυα. Τότε ένιωσε μια αγκαλιά. Ήτανε ο φίλος του. Τώρα κι αυτός σαν να ‘τανε χαμένος.
“Πόσο την αγαπάς, ρε φίλε; Έλα, πάμε, πρέπει να φύγουμε.” του είπε…
“Ποτέ δεν θα το μάθω, ούτε εγώ αλλά ούτε κι εκείνη” του είπε και έφυγαν…
Join the discussion