Γράφει ο Τριστάνος
Αέρας ήταν, ξωτικό θαρρείς,
έσκυψε απαλά στο αυτί μου
και με ρώτησε!
Πες μου ρε άνθρωπε, μπορείς
ν’ ανοίξεις την καρδιά σου;
Πόσα τα λάθη της ζωής,
ήτανε τα δικά σου;
Πόσες φορές μετάνιωσες,
και πόσες είπες “γεια σου”;
Μήπως τα κλάματα του νου
οι άδειες καληνύχτες,
σου δένουν βάρος στην ψυχή
στις δύσκολες τις νύχτες;
Τα μάτια αστράψανε στο φως
του φεγγαριού γεμάτου,
οι μνήμες όλες ήρθανε
και στάθηκαν μπροστά του!
Ποτέ μου δε μετάνιωσα,
για λάθη που ‘χω κάνει
επιλογές και έρωτες
κι ας έχουνε πεθάνει!
Είμαι τραγούδι, είμαι ζωή,
μία και θα την ζήσω,
ο πόνος είναι αδερφός
και η χαρά πιο πίσω!
Δεν σταματάω φίλε μου,
να κλαίω και να πέφτω,
θέλω να είμαι ζωντανός,
τις μνήμες μου να θρέφω!
Σε κάθε μέρα που περνά,
δεν ξέρω τι θα γίνει,
στο κάτω κάτω, θα γελώ,
γιατί αυτό θα μείνει!
Μόνο μια λέξη θα σου πω,
την εύχομαι για όλους,
ξέρω μονάχα ν’ αγαπώ
κι όχι να παίζω ρόλους!
Όταν στο τέλος της ζωής
κληθώ για να πληρώσω
θα ‘μαι γεμάτος με στιγμές
στην πληρωμή να δώσω!
Δεν κουβαλάω τίποτα
καμία αλυσίδα,
δεν θα με δέσουνε βαριά
ψυχές χωρίς ελπίδα!
Όποιος μου ζήτησε φτερά
έκοψα απ’ τα δικά μου ,
αγάπησα τους γύρω μου
με όλη την καρδιά μου!
Όμως αυτό δεν πάει να πει
πως τελείωσα για πάντα
και πως θα βλέπω να περνούν
εικόνες σαν λεζάντα!
Όταν μου έδωσε πνοή
η μάνα κι ο Θεός μου,
υπόσχεση έδωσα τρελή
όσο κι αν θέλουν οι πολλοί…
εγώ θα πάρω μέσα μου
τις μυρωδιές του κόσμου!