Γράφει η Ελπίδα Γεωργακοπούλου
Με τιμωρώ και με καταδικάζω σε μια μοναξιά, καταρρίπτοντας μύθους από την μία και χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας από την άλλη, προσπαθώντας να καλύψω τον εποικοδομητικό χρόνο αποχής και αδιαφορίας. Ποτέ δεν είναι αργά για να φτιάξει ή να καταστραφεί μια σχέση!
Κάθε φορά τα βήματα μου σέρνονται ως τη πόρτα σου, με την ίδια τονική δειλία. Και κάθε φορά υπόσχομαι στον εαυτό μου, πως θα πέσει ένα γιγάντιο φινάλε, που δε θα χωρούν απ’ τις γρίλιες του δεύτερες ευκαιρίες. Συνήθιζα να απογοητεύομαι από σένα, γιατί δεν υπήρχαν εύκολες απαντήσεις και πίστευα πάντα, ότι η ιστορία μας είχε κάτι περισσότερο να πει απ’ όσα άφησες. Ξόδεψα χρόνο να αναρωτιέμαι για όλα όσα δεν ειπώθηκαν μεταξύ μας, αλλά δεν το κάνω πια. Δε θα καθίσω εδώ να ντροπιάσω την ιστορία μας. Αντιστέκομαι στο ουρλιαχτό, που παλεύει να βγει.
Σ’ αυτή τη μάχη της αυτοαναίρεσης αλλά και του υπέρμετρου εγωισμού, έχουν πέσει πολλά κορμιά. Και το δικό σου και το δικό μου, γνωρίζοντας βέβαια εξ αρχής την έκβαση της προσπάθειας που σέρνει ξωπίσω της, με δεύτερες, τρίτες, χιλιοστές ευκαιρίες. Είπα όλα όσα χρειάζομαι και είτε το έκανες και συ, είτε όχι, δεν είναι κάτι που πρέπει να περάσω χρόνο να σκέφτομαι, χάνοντας τον ύπνο μου. Και το κλείσιμο που ζήτησα από εσένα -που δεν ήρθε ποτέ- δε με ενοχλεί πλέον, γιατί έχω αποδεχτεί, ότι οι χαλαροί δεσμοί είναι το μόνο, που μας συνδέει. Έχω μάθει πια, ότι μερικές φορές δεν υπάρχουν τελειώματα. Ξέρω τώρα ότι μπορώ να βρω ακόμα μια νέα αρχή.
Πόσους τόνους από ψέματα έχω καταβροχθίσει, αθετώντας συστηματικά τις μεγάλες υποσχέσεις. Εθελοτυφλώ, γιατί στα σκοτάδια μπορώ να κοιμάμαι αγκαλιά με τις ισχνές ελπίδες μου. Αποφεύγω συστηματικά το ενοχλητικό φως της αλήθειας που με αναγκάζει να ρίξω τα βλέφαρα μου, επάνω σε όσα με πληγώνουν.
Ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δε θα διαρκέσει. Θυμάμαι τις αμφιβολίες, που υπήρχαν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια. Αλλά τις αγνόησα και τις έθαψα, ελπίζοντας ότι τα καλώδια μας θα μπερδευτούν. Και με αγάπησες, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούσες να μείνεις για να δεις τη ζημιά, σκεφτόσουν μόνο εσένα. Θυμάμαι το θόρυβο, εκείνο τον εκκωφαντικό ήχο, που έμεινε πίσω σου. Το χάος και η ακαταστασία, η προδοσία, τα κοψίματα και οι γρατζουνιές.
Ανεξήγητο, ασύλληπτο είναι το πέρασμα του χρόνου. Δυσεξήγητη λοιπόν και η ερμηνεία της ευτυχίας, αόριστη και απροσπέλαστη, πολυπρόσωπη και διαχρονική, αλλά ταυτόχρονα λιτή, απτή σε κάθε μας κίνηση, αρκεί να την ερμηνεύουμε σωστά, να την αγκαλιάζουμε, όταν τη συνειδητοποιούμε κι όταν την αντιληφθούμε. Γιατί κατά βάθος η ευτυχία είναι θέμα αντίληψης. Αλίμονο στο μέλλον που φοβάται, στο παρελθόν που δεν ελπίζει, στο παρόν που οδηγεί χωρίς να ξέρει.
Φοβάμαι τις αλλαγές. Όχι αυτές που προς το καλύτερο σε πάνε, αλλά εκείνες που ξυπνάς και δεν είσαι ο ίδιος και αρχίζεις να τρέχεις, με δαίμονες να παλέψεις.
Η καρδιά μου είναι κουρασμένη· και μια γυναίκα μπορεί να απομακρυνθεί πολλές φορές πριν πάρει την απόφαση να φύγει. Γιατί μόλις πάρει την απόφαση, κανείς δεν μπορεί να την γυρίσει.
Join the discussion