Γράφει ο Στίβεν Νικολάεβ
Από τότε που φαινόταν ότι ο προσωρινός επίλογος γραφόταν ανεξίτηλα και σφράγιζε την δική τους ιστορία, δεν ήθελε να της πει πόσο πολύ την θέλει. Ίσως με αυτό το τρόπο να έπειθε τον εαυτό του, ότι μπορεί να προχωρήσει. Ίσως ήθελε να νομίζει ότι την αγνοεί, καθώς με αυτό το τρόπο πίστευε ότι δεν θα αργήσει να ξεχάσει.
Κάθε πρωί που ξύπναγε, όμως, η πραγματικότητα τον έφερνε αντιμέτωπο με το πιο σκληρό της πρόσωπο. Το άδειο κρεβάτι του υπενθύμιζε, πως πλέον δεν ζούσε στην εποχή, που η αγαπημένη του στιγμή της ημέρας ήταν όταν ξύπναγε και την έβλεπε να κοιμάται δίπλα του. Kοιμόταν πάντα με μια μπλούζα που του είχε χαρίσει, πιστεύοντας πως με αυτό το τρόπο μπορεί να επαναφέρει έστω νοητά την παρουσία της. Τότε, όταν ξύπναγε πρώτος, δεν την ξυπνούσε, γιατί του άρεσε να την βλέπει να κοιμάται.
Όταν επέστρεφε στο τώρα, αρκούνταν στο να είναι ο κρυφός θαυμαστής της. Συνήθιζε να την κατασκοπεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε βαθμό όμως που να μην το καταλαβαίνει, για να μην ενοχλείται. Προτιμούσε να αντικαθιστά την παρουσία της με υποκατάστατα. Αυτά συνήθιζε να είναι τα βιβλία, οι δραματικές ταινίες αγάπης αλλά και η ποίηση, μέσω των οποίων σαν θεατής παρατηρούσε την έκβαση τους, αναζοπυρώνοντας και ζωντανεύοντας τις εικόνες από το δικό του ημερολόγιο.
Αυτόν τον τρόπο είχε να υποκαθιστά την παρουσία της. Του φαινόταν αδιανόητο να αρχίσει να ψάχνει εκείνη σε άλλες κοπέλες, γιατί ήξερε ότι θα έμπαινε στο τρυπάκι να τις συγκρίνει με εκείνη και πάντα θα τους έλειπε εκείνο το κάτι. Το μέσα του, άλλωστε, δεν τον άφηνε να σκεφτεί τον εαυτό του σε άλλη σχέση. Πλέον είχε δεθεί έντονα εγκεφαλικά και συναισθηματικά μαζί της, αφού μαζί της γνώρισε την αγάπη, τον φόβο, την ελπίδα και τώρα ζούσε με το περιεχόμενο τους. Προτιμούσε να αναβιώνει εικόνες από το παρελθόν, προκειμένου να μην ξεθωριάσει η ιστορία με τον πρωταγωνιστή του.
Κανείς δεν τους είχε προετοιμάσει για το φινάλε και για εκείνη την απότομη μετάβαση από το για πάντα στο ποτέ. Ίσως για αυτό, επειδή δεν ήταν προετοιμασμένος για το φινάλε, δεν πρόλαβε να της δώσει το ρολόι που της είχε πάρει δώρο για τα γενέθλιά της.
Υπήρχαν διαστήματα στο παρελθόν, στα οποία συντηρούσε την σχέση τους μόνο με τα δικά της συναισθήματα, πράγμα το οποίο την στεναχωρούσε πολύ. Αυτό την έκανε όμως στην συνέχεια πιο σκληρή. Ωρίμασε.
Τώρα εκείνος της φέρεται σαν να είναι από γυαλί και πρόκειται να σπάσει. Βασικά, πάντα θεωρούσε ότι έπρεπε να της φέρεται σαν να ‘ταν φτιαγμένη από γυαλί. Μπορεί επειδή φοβόταν ότι θα έσπαγε, αν δεν της φερόταν με προσοχή. Όπως όταν μεταφέρουμε με επιδεξιότητα τα γυάλινα έπιπλα και φοβόμαστε μη μας πέσουν, έτσι και αυτός φοβόταν ότι κάθε συμπεριφορά του, που δεν θα κινούνταν σε γνωστά μονοπάτια, μπορούσε να την διαλύσει συναισθηματικά και να της προκαλέσει εσωτερικά τραύματα. Σαν τις πληγές που ανοίγουν ξαφνικά και κάνουν πολλά πολλά χρόνια να επουλωθούν.
Πλέον κάθε βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί, σκεφτόταν τι μήνυμα να της στείλει. Δεν ήθελε όμως να της πει πόσο πολύ την θέλει, επειδή θα τον θεωρούσε δεδομένο. Ούτε ήθελε να ρωτήσει αν είναι καλά, ήταν πολύ τυπικό. Ούτε να της μιλήσει για κάποιο άσχετο θέμα, στέλνοντας της δυο γραμμές με σύμβολα και αντικαθιστώντας τα συναισθήματα που ένιωθε για εκείνη.
Ήθελε να της στείλει κάτι για να καταλάβει, πως όντως την σκέφτεται συνεχώς και την θέλει, όμως στο τέλος τίποτα δεν του φαινόταν κατάλληλο και κατέληγε να μην στέλνει πότε τίποτα. Έμενε κάθε βράδυ με την ελπίδα ότι και εκείνη τον σκέφτεται. Τώρα πια του έλειπε συνέχεια και όχι μόνο όταν ένιωθε πως πάει να την χάσει. Ίσως πλέον να ήταν αργά.