Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Κοίτα με πώς είμαι. Κοίτα με για μια μόνο φορά. Μα, μη μ’ αγγίζεις. Δεν είμαι εγώ αυτή που άφησες πίσω σου να υπάρχει. Τα νύχια μου φαγωμένα, τα γόνατα γεμίσανε πληγές, σαν σέρνομαι ψυχή αδύναμη στο χώμα. Πληγές που καίνε και στης ψυχής την πλάτη, καθώς της ξερίζωσε η ζωή με βία τα φτερά της. Και σέρνομαι γυμνή εδώ και χρόνια, πληρώνοντας ακριβό αντίτιμο για όσες λάθος επιλογές αγόρασα. Ψάχνοντας συγχώρεση από ο χρόνο που κυλάει, προσμένοντας να κλείσει τις πληγές. Μα, ψεύτες που είστε όλοι! Δεν υπάρχουνε σας λέω παράδεισοι μήτε και ουτοπίες! Εδώ είναι η κόλαση! Γέννημα του νου, φυλακή που χτίζεται λιθαράκι – λιθαράκι και μας περιμένει. Όλους! Μηδένας αναμάρτητος που ναμην κουβαλάει στην πλάτη τον σταυρό του.
Μα, όσο κι αν κύλησε ο χρόνος, εγώ ακόμη σέρνομαι σε λασπωμένα μονοπάτια. Κι ακόμη καίνε τόσο στην πλάτη οι πληγές. Για αυτό σου λέω, άλλο μη με κοιτάς. Μη μ’ακουμπάς! Μακρυά μου τρέξε να κρυφτείς σε μια γωνιά, να μη σε βρω. Γιατί είμαι τρύπα που καταπίνει άστρα! Το φως τους κλέβω, με την ελπίδα να ξαναδώ να απλώνονται στην πλάτη της νιότης μου τα φτερά.
Μη με κοιτάς. Ρυτίδες γέμισε η όψη μου, σαν γέρασε μέσα σε μία μόνο νύχτα. Έτσι γερνάνε, ξέρεις, οι ψυχές. Όταν πετάνε τα φτερά και πέφτουν απ’τα ουράνια!
Μη μς κοιτάς. Μη με αγγίζεις. Νιώθω σαν τον λεπρό που απλώνει γύρω του αρρώστια, δυστυχία. Τα μάτια που σε κοιτούσανε με αγάπη, γεμίσανε σκιές. Τα τύφλωσαν τα δάκρυα και κάποια όνειρα που έμειναν πάνω τους να κρέμονται γερασμένα. Μη με κοιτάς. Δεν είμαι εγώ αυτή που άφησες κι αυτή που αναζητάς.