Δεν μπορώ να σε προσέχω όταν δεν ξέρω πού είσαι.
“Χωρίς κλειδιά και χωρίς κινητό! Μα σοβαρά τώρα, πώς μπορεί να έφυγα χωρίς κλειδιά; Και όχι, να γυρίσω και να του χτυπήσω το κουδούνι, αποκλείεται”.
Γιατί να του χτυπήσω το κουδούνι. Στο κάτω κάτω εκείνος δεν έπρεπε να τρέξει πίσω μου; Εκείνος δεν έπρεπε να με κρατήσει να μην φύγω;
Πάλι δικαιολογίες φτιάχνω για τον εαυτό μου.
Παραμυθιάζομαι γαμώτο για ακόμη μια φορά.
Αφού επίτηδες τα ξέχασα για να μου ανοίξει, να πέσω στην αγκαλιά του και να με σύρει στο κρεβάτι χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς ανάσα καμία, ούτε μια…επίτηδες το έκανα!
Επίτηδες το έκανα ναι, γιατί δεν μπορώ λεπτό μακριά του κι ας με τσαντίζει κι ας κάνω ότι ξεχνάω. Τι να πρωτοθυμηθώ και τι να ξεχάσω. Δεν χρειάζομαι κινητό, δεν χρειάζομαι κλειδιά, το μόνο που χρειάζομαι είναι αυτός!
Δεν θα λυγίσω όμως… Ναι ρε φίλε.. εγωισμός!
Κι ας με κάψει η φωτιά του.. Σειρά του να δράσει τώρα..
Αρκετά από μένα.. Άντρας δεν είσαι αγοράκι μου;
Σειρά σου ρε βλάκα… Τι δεν καταλαβαίνεις…
Μήπως θα πρέπει να στο πω; Μήπως θα πρέπει να ξυπνήσεις καλυτέρα;
Ηλίθιε!
Λιώνω για ένα σου φιλί..
Ηλίθιε!
Τώρα το ποιος από τους δύο είναι ο ηλίθιος ας μην το συζητήσουμε καλύτερα. Αυτός που δεν καταλαβαίνει (ή δεν θέλει να καταλάβει) ή εγώ που ελπίζω ακόμα ότι θα τρέξει πίσω μου και θα με λυτρώσει με ένα του φιλί και μια αγκαλιά…Αχ αυτή η αγκαλιά…όσο τη σκέφτομαι…Αλλά όχι δεν είναι θέμα εγωισμού πια είναι και θέμα αξιοπρέπειας αν θέλει θα γυρίσει τον κόσμο.
Αν θέλει θα βρει τρόπο. Αν θέλει…
Αν θέλει… Αλλά θέλει; Πόσες φορές η ίδια ιστορία. Ποτέ δεν παραδέχεται το λάθος του, δεν έχω ακούσει ούτε μια φορά συγγνώμη από το στόμα του. Δεν μπορώ όμως. Δεν μπορώ με τίποτα να βάλω τέλος… Τον αγαπάω.
Τον αγαπώ ναι! Αλλά αγαπώ και τον εαυτό μου!
Αρκετά ξεπούλησα αρκετά χάρισα αρκετά έκαψα στην φωτιά μου! Μα πιο πολύ απ όλα;
Αρκετά έκλαψα. …Θεέ μου πόσα δάκρυα. …
Ατελείωτες νύχτες. … Ατελείωτα και αυτά. ..
Στέκομαι να ακουμπάω την πόρτα. Την χαϊδεύω και κλαίω, γιατί πίσω της κρύβεται το πιο αληθινό κομμάτι του εαυτού μου. Αυτός που αγαπάω να μισώ και που μισώ να αγαπάω. Δεν έχω δύναμη να χτυπήσω, σέρνομαι πάνω της και πέφτω στο πάτωμα. Αφήνομαι σ ένα στιγμιαία λυτρωτικό κλάμα. Δεν κλαίω γι’ αυτόν. Κλαίω για εμένα και για εκείνο το “εμάς” που βάζει φωτιά στο κορμί και στο μυαλό. Δεν χτυπάω την πόρτα. Χτυπάω εμένα, μήπως και συνέλθω. Αδύνατο.
«Τι θέλεις εδώ; Σε παρακαλώ να φύγεις τώρα!»
Ήσουν απόλυτος και απότομος με κοίταζες εχθρικά με θυμό, σε ρώτησα αν με μισείς και μου φέρεσαι έτσι και μου είπες ότι κοιτάς μπροστά και εγώ είμαι παρελθόν και να μην ελπίζω σε τίποτα.
Δεν είχα δεύτερες σκέψεις δεν ήθελα κάτι περισσότερο από σένα ήθελα απλά να μοιραστώ ακόμα κάποια λεπτά μαζί σου να προσπαθήσω να καταλάβω αυτή την αλλαγή. Μου ήταν δύσκολο να συνηθίσω σε μια συμπεριφορά τόσο ξένη από την ιδιοσυγκρασία σου.
Ο άλλοτε ευγενικός ,γλυκομίλητος και ήρεμος άνδρας μου φερόταν με τον πιο σκληρό τρόπο! Μου άνοιξε την πόρτα και μ’ έδιωξε!
Γιατί; Τι το τόσο σοβαρό μπορεί να είχε εκείνη η κουβέντα που του είπα; Τι μπορεί να ξύπνησε αυτή τη σκληρότητα κι αυτή την αντίδραση;
Ήμουν ακόμα η γυναίκα που λίγο πριν μοιραζόταν στιγμές. Λίγες στιγμές, στιγμές στα κρυφά… αλλά ήμουν εδώ..
Λόγια, λόγια ειπωμένα με ελαφρά την καρδιά, έτσι για να ειπωθούν ,να δώσουν υπόσταση σε κάτι που στην ουσία δεν υφίσταται.
Λόγια στον αέρα ,λόγια που πονούν, που πληγώνουν και που ματώνουν.
Λόγια που έχουν απώτερο σκοπό να πλήξουν μια ψυχή και να την επιπλήξουν .
Πόσο εύκολο είναι να κρίνεις να κατακρίνεις και να καταδικάζεις τον άλλον.
Πόσο εύκολο είναι να μιλήσεις για τα λάθη και τις παραλήψεις του.
Πόσο εύκολο είναι να διακρίνεις τις αμαρτίες και τις αδυναμίες του.
Είναι εύκολο από θέση ισχύος να κουνήσεις το δάχτυλο όταν ο άλλος είναι πεσμένος στο πάτωμα.
Συμπεριφορές γεμάτες μικρότητα.
Σκέψεις που δηλητηριάζουν την ψυχή που σιγά σιγά σαπίζει .
Όχι δεν μετανιώνω οχι!
Γιατί να μετανιώσω άλλωστε όλα του τα έδωσα. Τίποτα δεν κράτησα δικό μου. Τίποτα! Κι όμως εκείνος σε μια στιγμή, τράβηξε γραμμή και τα έσβησε όλα. Όχι δεν θα γυρίσω. Δεν θα χτυπήσω τη ρημάδα τη πόρτα. Θα κάτσω εδώ, κλάψω κι ύστερα θα σύρω τον εαυτό μου και θα φύγω…Χωρίς κλειδιά, χωρίς κινητό! Και το κινητό τι να το κάνω μήπως θα με ψάξει; Ο εγωισμός του είναι μεγαλύτερος από την αγάπη του .Γι’ αυτο κι εγώ θα φύγω. Θα μαζέψω όσες δυνάμεις μου έχουνε μείνει, θα πάρω το αυτοκίνητο και θα γυρίζω στη πόλη μέχρι να βρω τη δύναμη να γυρίσω να του πω τέρμα,να πάρω όσα, ομολογώ, επίτηδες ξέχασα και να φύγω. Θα είναι η τελευταία του ευκαιρία να με κρατήσει αν με θέλει. Ίσως με ένα φιλί. Τι ανόητη που μέσα μου ακόμη ελπίζω.
Μα ελπίζω σε ένα κάτι. Ελπίζω σε ένα τίποτα…..
Ξαφνικά τα πόδια μου τα αισθάνομαι βαριά και ασήκωτα!! Σέρνοντας σχεδόν φτάνω στο αυτοκίνητο μου .Απελπισμένη βάζω μπρος τη μηχανή και πατάω τέρμα το γκάζι! Το μόνο που θέλω πια είναι να εξαφανιστώ….
Το μόνο που θέλω είναι να εξαφανιστώ. Ναι! Αλλά μαζί του… Ναι ακόμα ελπίζω. Και δεν σου κρύβω πως αν γύριζα δεν θα ήταν για τα κλειδιά. .. αλλά γιατί ποτέ δεν έφυγα πραγματικά. Θέλω να χτυπήσω την πόρτα, να μου ανοίξει ή μάλλον να την έχει ήδη ανοιχτή… γιατί με περιμένει κι αυτός. Θέλω αυτή τη φορά να συγχρονίστουμε… Να μη μου ‘κρυφτεί’ , Να μη φοβηθεί. θέλω να πέσω στην αγκαλιά του και να παραδοθώ… Γιατί οι άλλοι δεν με έπεισαν… κανείς… Δεν τους βλέπω… Μόνο αυτόν πιστεύω, μόνο σε αυτόν πιστεύω. Ακόμα… Κι όσο γκάζι και να πατήσω χωρίς αυτόν δεν μου φτάνει..
Αφήνω το γκάζι σαν κάτι να ταρακούνησε το μυαλό μου και με έκανε να βγω από το λήθαργο και κάνω επί τόπου στροφή ακούγοντας το διερχόμενο αυτοκίνητο να μου κορνάρει σαν τρελό ενώ είδα τον οδηγό κάτι να μουρμουράει. Μάλλον με έβριζε .Δίκιο είχε ο άνθρωπος, αλλά εγώ δεν έβλεπα την ώρα να γυρίζω από εκεί που είχα φύγει πριν λίγα λεπτά. Ανέπτυξα ταχύτητα και ένα σύννεφο σκέψεων ήρθαν να μου κρατήσουν συντροφιά. Που πήγαινα; Πως θα ζούσα χωρίς εκείνον; Όχι δεν μπορούσα να φύγω ακόμα,δεν το είχα πάρει απόφαση, ήταν νωπά όλα και έπρεπε για να κάνω ένα τέτοιο βήμα να είμαι αποφασισμένη. Τώρα ήξερα ότι εάν προχωρούσα θα έκανα λάθος. Όλα μέσα μου φωνάζανε γύρνα.Αυτό θα έκανα και βουβά μέσα μου παρακαλούσα να με περιμένει. Να τρέξει κοντά μου μόλις με δει, να με πάρει στα χέρια του και να μην με αφήσει ποτέ ξανά..
Ανέπτυξα ταχύτητα και άλλο. Δεν ξέρω πως έφτασα στο σπίτι. Όλα ήταν θολά γύρω μου. Πάρκαρα. Κοίταξα το παράθυρο και ακόμα το φως ήταν αναμμένο. Δεν είχε φύγει! Ανέβηκα τις σκάλες σαν σίφουνας. Την ώρα που πήγα να χτυπήσω την πόρτα, πάγωσα. Μου εμφανίστηκε κατάματα η αλήθεια. Ήμουν η δεδομένη! Η δεδομένη του! Αυτή που πάντα γυρνάει πίσω. Αυτή που πάντα τον συγχωρεί. Αυτή που πάντα ελπίζει να της δώσει λίγη αληθινή αγάπη σαν εκείνη που απλόχερα εγώ του χαρίζω. Και εκείνος το γνώριζε καλά αυτό. Το πρόσωπό μου σκλήρυνε απότομα! Ήξερα ποιο βλέμμα θα αντίκριζα αν άνοιγε η πόρτα.
Εκείνος θα είχε ξανά το βλέμμα του νικητή, με την υπερηφάνεια του να ξεχειλίζει από τα μάτια του γιατί πάλι τα κατάφερε και με λύγισε. Πάλι γύρισα. Πάλι έχασα εμένα! Μόνο που αυτή τη φορά θα έκανα την ανατροπή. Θα του έκλεβα το ρόλο του νικητή στο έργο μας….
Αυτή τη φορά θα φερόμουν αλλιώς, θα είχα το κεφάλι ψηλά και μια δήθεν αξιοπρέπεια θα φώτιζε το πρόσωπο μου. Θα έπαιζα το αξιοθρήνητο ρολάκι μου προσπαθώντας να κερδίσω μια σταγόνα θαυμασμού η έστω απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο που αγαπούσα ακόμα τόσο πολύ…
Στο πρόσωπο που υπολόγισα όλα τα συναισθήματα εκτός από την ανησυχία.
«Μπορείς να μην ξαναφύγεις χωρίς κινητό σε παρακαλώ; Δεν μπορώ να σε προσέχω όταν δεν ξέρω πού είσαι.»
Αγκαλιά.
Τέλος.