Γράφει η Κατερίνα Κυπρίου
Είναι κάτι στιγμές όπως αυτή, που νιώθεις την ψυχή σου να γαληνεύει. Ξέρεις, από κείνες που δε σε τρώει το άγχος της δουλειάς, του πρωινού ξυπνήματος, της αυριανής μέρας. Απ’αυτές που κοιτάς τη θάλασσα, νιώθεις πως ημερεύεις και δεν θες να θυμάσαι τίποτα άσχημο πια. Τίποτα μίζερο, τίποτα δήθεν, καμία δυστυχία.
Είναι από κείνες τις στιγμές που αισθάνεσαι ότι η ζωή μπορεί να μην ειναι πάντα εύκολη, ιδανική ή τέλεια, αλλά είναι όμορφη η άτιμη και αξίζει να τη ζεις. Αξίζει να την καλωσορίζεις με το πιο φωτεινό σου χαμόγελο κι ας μην είναι δίκαιη μαζί σου κι ας μην ξέρεις τι σου επιφυλάσσει για το μέλλον.
Το μυαλό μου σταματάει σε σένα και στη σκέψη σου χαμογελώ!
Σε σένα, που σε γνώρισα μέσα από τις λέξεις σου πριν καν σε συναντήσω.
Σε σένα κορίτσι μου, που από ένα απλό τηλεφώνημα με έκανες να νιώσω τόσο οικεία, που είναι σαν να σε ξέρω χρόνια.
Σε σένα που κατάφερες να σου πω τις πιο κρυφές μου σκέψεις, τα πιο τρελά μου όνειρα, σε μια στιγμή μονάχα.
Σε σένα που οταν ήρθε η ώρα να συναντηθούμε, έκανες σαν μικρό ανυπόμονο κοριτσάκι, παίρνοντάς με τηλέφωνο κάθε πέντε λεπτά για να δεις σε ποιο σημείο βρίσκομαι κι εγώ έσκαγα στα γέλια.
Μα όταν έφτασε η στιγμή και πλησίασα τόσο ώστε να μπορώ να σε δω,είδα αυτό ακριβώς που φανταζόμουν. Ένα όμορφο κορίτσι με ένα φωτεινό χαμόγελο που φώτισε τά πάντα γύρω μου και μια ανοιχτή αγκαλιά, που ήξερα ήδη ότι θα κουμπώσει με τη δική μου.
Και κούμπωσε! Και ταίριαξε! Και έδεσε!
Ναι,είμαι σίγουρη πως αυτό που νιώσαμε σ’εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, δε μπορεί να είναι τυχαίο για καμιά από τις δύο μας. Δεν είναι πως δεν έχω φίλους στη ζωή μου και το ξέρεις. Είναι που μπόρεσες και τρύπωσες στην ψυχή μου. Είναι που μπόρεσα να δω μέσα στα φωτεινά σου μάτια μια σκιά θλίψης. Είναι που κατάφερες να δεις την αγωνία πισω απ’το χαμόγελό μου. Είναι που μπόρεσα να διακρίνω τον πόνο πισω απ’το δικό σου.
Είναι που διαβάζεις τη σκέψη μου. Είναι που απαντάω στη δική σου. Είναι που μέσα από έναν καφέ κλάψαμε για τα χαμένα μας όνειρα. Είναι που μετά από ένα φαγοπότι, μπορέσαμε και χτίσαμε καινούρια. Είναι που κάθε πρωί με καλημερίζεις με ένα μήνυμα, είναι που κάθε βράδυ σε καληνυχτίζω με ένα δικό μου. Είναι που στην ψυχή σου μέτρησα ανοιχτές πληγές και είδα κάτι απ’τα σημάδια τα δικά μού.
Γλυκό μου κορίτσι άκου.
Η ψυχή σου είναι τόσο αγνή και καθαρή, που θυμίζει ψυχή μικρού παιδιού, φυλακισμένη σε σώμα ενηλίκου. Εγώ το ένιωσα από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη σφιχτή αγκαλιά πόσο δοτική, πόσο αληθινή είσαι!
Θέλω μόνο να είσαι καλά και να σε βλέπω να γελάς, αλλά ξέρω πως αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Θέλω τα μάτια σου να λάμπουν συνεχώς, αλλά ξέρω πως κάποιες δύσκολες στιγμές, θα σκοτεινιάζουν.
Μα θέλω να ξέρεις πως σε κάθε περίπτωση, εγώ θα είμαι εδώ, για όσο το θελήσεις. Θα έχω πάντα μια ανοιχτή αγκαλιά για τις ώρες που λυγίζεις, που θες να κλάψεις, να ξεσπάσεις. Θα είμαι δίπλα σου για να σου θυμίζω τι αξίζεις, τις ώρες που εσύ θα το ξεχνάς. Και θα παίρνω λίγο από τον πόνο σου και θα παίρνεις λίγο απ’τον δικό μου.
Κι όταν ο πόνος θα μοιράζεται μάτια μου, κι όταν τα δάκρυά μας θα κοπάζουν, θα σε κοιτώ και θα σου λέω αυτό που σε κάνει πάντα να γελάς “σήκω πάνω βρε μαλάκα, σκατά γίναμε πάλι…” Μα θα είμαι εδώ κι όταν η ευτυχία θα σου χτυπήσει την πόρτα, γιατί θα έρθει, εγώ το ξέρω. Και τότε γλυκό μου κορίτσι, θα κάνουμε αυτό που τόσο αγαπάς. Θα βγούμε μαζί και θα χορέψουμε στη βροχή και κάθε στάλα που θα πέφτει πάνω μας, θα ξεπλένει και μια πίκρα απ’αυτές που γευτήκαμε!
Κοιτάζοντας τη θάλασσα ξέρεις τι θα ήθελα τώρα;
Να ήσουν εδώ, στη διπλανή ξαπλώστρα και να πίναμε το καφεδάκι μας. Να σου έλεγα τα αστεία που κάνουν το χαμόγελο και τα μάτια σου να λάμπουν ακόμα πιο πολύ και να γέλαγα κι εγώ μαζί σου. Και όταν θα έβλεπα εκείνη τη σκιά θλίψης να περνά από τα μάτια σου, να σε έκανα μια αγκαλιά. Όχι μικρή, όχι μεγάλη, από αυτές τις ζεστές, τις θεραπευτικές!
Ξέρεις, απ’αυτές τις αληθινές, που μας κόβουν την ανάσα!
Αφιερωμένο σε σένα Λιάκι μου.