Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Γύρισε. Μετά από μήνες σιωπής. Γύρισε, όταν εκείνη είχε πειστεί πως δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Όταν είχε περάσει πολύς καιρός, ώστε να έχει αποβάλλει κάθε ίχνος θυμού, αλλά λίγος, ώστε να μην τον έχει βγάλει από το μυαλό της. Γύρισε, κι ένιωσαν σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Γύρισε, κι ήταν κι απόψε ο ίδιος. Ήταν εκείνος που δε λέει πολλά, ούτε υπόσχεται κάτι. Ήταν κι απόψε, όπως πάντα: αινιγματικός και καθηλωτικός. Έχοντας τον τρόπο να της τα παίρνει όλα, χωρίς να της ζητάει τίποτα.
Μεταξύ τους, τα “μου έλειψες, πού χάθηκες” δεν είχαν θέση. Οι δυο τους, είχαν αναπτύξει έναν κώδικα επικοινωνίας, που λίγοι μπορούν να καταλάβουν. Είχαν μάθει να διαβάζουν πέρα απ’τις λέξεις και να ακούν πίσω απ’ τις σιωπές. Είχαν μάθει να μπλέκονται σ’ αυτή την κλωστή που τους έδενε, και δεν προσπαθούσαν πια ούτε να τη ξεμπερδέψουν, ούτε να την κόψουν. Είχαν καταλάβει, πως είναι μάταιο να προσπαθούν να εξηγήσουν τι είναι αυτό που τους ενώνει, κι ούτε που θέλησαν τώρα πια να το εκλογικεύσουν.
Το να το ζήσουν, ήταν μονόδρομος. Ένας μονόδρομος γεμάτος λάθη, πείσμα και καύλα. ” Τι λες; Θα κάνουμε τα ίδια λάθη απ’την αρχή;”, τη ρώτησε. Κι εκείνη δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να του αρνηθεί, γιατί ήξερε, πως μέσα σ’αυτή την ερώτηση, κρυβόταν όλο το παράλογο του έρωτα, που τόσο της είχε λείψει και που μόνο εκείνος μπορούσε να της δώσει.