Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Εκείνη γλυκιά και τρυφερή, σωστό μπουμπούκι. Εκείνος λίγο άγριος στις άκρες, μα με μια καρδιά σκέτο διαμάντι.
Μια σχέση δυνατή, μια σχέση αξιοζήλευτη. Με τα πάνω και τα κάτω της, όπως όλες οι σχέσεις άλλωστε. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο, μα πάντα μαζί. Σε όλα μαζί. Χαρές, λύπες, αρρώστιες, τσακωμούς. Σε όλα μαζί. Πλεγμένα δάχτυλα, καρφιτσωμένα χαμόγελα και μια ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά στο τέλος.
Και όλα πήγαιναν καλά. Όλα ήταν όμορφα, σχεδόν σαν παραμύθι. Μα δυστυχώς τα παραμύθια κάποια στιγμή τελειώνουν και κανείς τους δεν είχε καταλάβει πως και το δικό τους παραμύθι έφτανε σιγά σιγά στο τέλος του.
Πήραν αποστάσεις. Όχι χιλιομετρικές, οι χιλιομετρικές διορθώνονται. Πήραν αποστάσεις οι καρδιές τους. Απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη. Και από εκεί που όλα τα περνούσαν παρέα με πλεγμένα δάχτυλα, τώρα ο καθένας ήταν για τον εαυτό του.
Τα τηλέφωνα αραίωσαν, το ίδιο και τα μηνύματα. Οι επαφές τους δεν ήταν τόσο συχνές και κάπου κάπου μια φευγαλέα σκέψη. Μήπως να τελείωνε; Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μα όχι, δεν μπορούσαν να τελειώσουν αυτή τη σχέση. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει αυτό το βήμα. Πονούσε πολύ ακόμα και η σκέψη. Οι καρδιές όμως συνέχιζαν να απομακρύνονται και οι όποιες προσπάθειες έγιναν δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα.
Και έπειτα από τις αποστάσεις καρδιάς, ήρθαν και οι χιλιομετρικές αποστάσεις. Αλλού εκείνη αλλού αυτός. Με χέρια απλωμένα το πάλευαν ακόμα. Με νύχια και με δόντια, να μην αφήσουν να πάει στο βρόντο αυτό που είχαν. Όσο κι αν ήθελαν όμως, οι καρδιές τους είχαν περισσότερη απόσταση η μία από την άλλη από ότι τα σώματά τους και τα κενά δεν γέμιζαν. Η απουσία ήταν μεγάλη και κανένα απλωμένο χέρι δεν μπορούσε να την καλύψει. Εκείνη έκανε προσπάθειες. Πολλές. Εκείνος πλέον αδιαφορούσε. Ούτε εκείνος καταλάβαινε τον λόγο, ούτε εκείνος μπορούσε να το προσδιορίσει όλο αυτό. Την αγαπούσε, πολύ, ποτέ δεν το αρνήθηκε, μα κάπως η καρδιά του έχασε τον δρόμο της για την δική της. Ξέφυγε σε μια στροφή και δεν κατάφερε να γυρίσει πίσω.
Και κάπου εδώ, το παραμύθι τους τελειώνει. Κάπου εδώ τα μάτια βουρκώνουν και ένα αντίο σχηματίζεται στα χείλη. Κάπου εδώ ένα “γιατί” και ένα “γαμώτο” φωλιάζει στο μυαλό και των δύο.
“Πως τα κάναμε έτσι;”, θέλει να της πει, μα δεν τολμάει. Ξέρει, φταίει.
“Πως τα κάναμε έτσι;”, θέλει να του πει, μα δεν τολμάει. Ξέρει, φταίει.
Και οι σκέψεις μένουν μετέωρες, τα χέρια μαζεύονται στο πλάι του κορμού και δεν απλώνουν ούτε για ένα τελευταίο αντίο.
“Κρίμα” ψιθυρίζουν ταυτόχρονα την ώρα που γυρίζουν ο ένας πλάτη στον άλλο.
Και κάπως έτσι τελειώνει το παραμύθι, με ένα κρίμα και ένα αντίο ανείπωτο.