Σ’ένα φιλί και σ’ ένα άγγιγμα, η φωτιά τους όλη..
Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Δυο κορμιά ξαπλωμένα στην άμμο. Το ένα δίπλα στο άλλο. Γυμνά, ντυμένα μόνο με την ανθρώπινη,υπέροχη φύση τους. Το πρώιμο, φθινοπωρινό αεράκι ταξιδεύει την αλμυρά της θάλασσας πάνω στα φτερά του κι ένας ήλιος αλήτης κι ηδονοβλεψίας, κρυμμένος πίσω από ένα μικρό σύννεφο, τολμά να χαϊδεύει απαλά με τις ηλιαχτίδες του το γυμνό, εκτεθειμένο δέρμα.
Ένα κορμί αντρικό, γεροδεμένο, ανασαίνει δίπλα σε ένα άλλο, σμιλεμένο από την ίδια την φύση κι ευλογημένο, να ξεσηκώνει πόθους. Το πρόσωπό της κοιτά τον ήλιο. Έτσι, για να φωτίζονται καλύτερα τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα κι η φρέσκια ομορφιά της. Τα βλέφαρά της σφαλιστά, προσδοκούν το ξύπνημα της ψυχής.
Εκείνος την κοιτά. Το βλέμμα του ταξιδεύει πάνω στο κορμί της, κατασπαράζοντας λαίμαργα κάθε γωνιά του. Όλες όσες φανερά τού προσφέρονται κι όσες κρύβονται, περιμένωντας να αποκαλυφθούν.
Μια χούφτα με άμμο αιωρείται από πάνω της. Κι αρχίζει η άμμος να ξεχύνεται αργά, πολύ αργά, πάνω στο κορμί της. Σαν την άμμο μιας κλεψυδρας, κόκκος – κόκκος! Μονοπάτια χαράζονται, ξεκινώντας από το λακκάκι στο λαιμό της, εκεί που σφυροκοπά έντονα ο σφυγμός της. Και δειλά δειλά, σαν ρυάκι φωτιάς που στα μονοπάτια τούτα κυλά, ρέει προς το στήθος της, ανάμεσα από τους γυναικείους λοφίσκους, ποτίζοντας τους διψασμένους πόθους. Ο άνεμος περνά πάνω από τις κορυφές της και χαϊδεύει ηδονικά τα πιο σκληρά τους σημεία. Και ο ρυάκι γίνεται ποταμός! Ποταμός που κυλά ακόμη πθο χαμηλά, ποτίζοντας τις κοιλάδες της ήβης της. Ένας αναστεναγμός τολμά κι αφήνεται, δραπετεύει μέσα από τις φυλακισμένες επιθυμίες.
Τώρα, το χάδι του είναι εκείνο που αναλαμβάνει να χαρτογραφήσει τούτη την άγνωστη γη. Τα δάχτυλά του αναζητούν τους κρυμμένους, παρθένους της τόπους, να τους ανακαλύψει, να τους αποκαλύψει στον ήλιο που διψά για εκείνη, στον αέρα που άρχισε να ξεσηκώνει αναστατωμένος τα κύματα και να τα κάνει να αφρίζουν από ζήλια.
Η γη της σείεται! Σεισμικές δονήσεις κάνουν τα κύτταρά της να πάλλονται, το αίμα της να κυλά μέσα στις φλέβες της σαν λάβα έτοιμη να κάψει όλο το κορμί της. Το κορμί που εκείνος ετοιμάζεται με λαχτάρα να κατακτήσει, να το τυλίξει ολόκληρο με το μένος του, με το πάθος που μέσα του έχει αγριέψει και διψά. Διψάει για τις ηδονές της, διψάει για τις ανάσες της, διψάει για τους ήχους της, διψάει για τους χυμούς της.
Τα χείλη ενώνονται. Αρχίζει ο ουρανός να βροντάει. Ένα φιλί που κυοφορεί καταιγίδες. Σύννεφα οι ηδονές, που μαζεύουν βροχή από την υγρασία των κορμιών τους που φλέγονται το ένα μέσα στο άλλο. Κεραυνοί διαπερνούν τα κύτταρά τους, αστραπές φωτίζουν τον ουρανό τους.
Οι ανάσες βαραίνουν, μεστώνουν. Ωριμάζει η καταιγίδα που ετοιμάζεται να ξεσπάσει, περιμένωντας απλώς τους δείκτες του ρολογιού να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους κ να φτάσουν στο ζενίθ. Και μόλις σημάνει ο ήχος της ολοκλήρωσης του χρόνου, εκείνη θα είναι έτοιμη να ξεσπάσει πάνω στα κορμιά τους, με τον πιο δυνατό κρότο, τον ήχο της κορύφωσης! Ακριβώς τη στιγμή που οι οργασμοί θα κυριεύσουν τους δύο κόσμους, τη στιγμή που τα κορμιά θα πεθαίνουν και θα αναγεννιόνται το ένα μέσα στο άλλο. Τη στιγμή που ο θάνατος γεννάει ζωή!
Ένα κύμα δειλά τολμά και πλησιάζει. Να σβήσει ζητά τη φωτιά που άναψε στην άμμο. Κι ένας ήλιος που χόρτασε έρωτα, τώρα γεμίζει με φως δύο ζευγάρια μάτια!