Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Έφευγες και εγώ σε κοιτούσα.
Σε κοιτούσα αποσβολωμένη όπως τότε, εκείνη την πρώτη φορά που σε είδα μπροστά μου.
Έφευγες και δεν έκανα τίποτα για να σε σταματήσω. Μπορούσα;
Θα το έκανα αν μπορούσα. Δεν με άφησες ούτε τα μάτια μου να ανοιγοκλείσω. Το πρόσωπο σου ήταν μέσα στα δάκρυα μου. Τα μάτια σου
ακόμα μέσα στα δικά μου. Έτσι κάθε φορά να με αφήνουν άφωνη όπως τότε.
Θυμάσαι;
Τότε που τα μάτια μας έλαμπαν από έρωτα. Από έρωτα διαφορετικό από τους άλλους. Και εκείνος μοναδικός όπως εσυ! Μοναδικά δικός μας.
Μα ο έρωτας λένε πως έχει ένα όνομα, ένα όνομα για όλους. Οχι μάτια μου. Οχι! Ο δικός μας εχει ένα όνομα αλλιώτικο από τους άλλους. Αλλιώτικα εκρηκτικό! Μοναδικό όπως όταν αντικρίζουν το φεγγάρι οι ερωτευμένοι από διαφορετικά σημεία της γης. Το φεγγάρι που φεγγοβολά μόνο για εκείνους τους δυο. Εκείνο εκεί που έχει μέσα του τα μάτια τους. Που νιώθουν πως βρίσκονται μαζί και ας είναι στην άλλη άκρη της γης. Που όταν φεύγει το κοιτούν μέχρι τελευταίας για να μην χάσουν ούτε μια σπίθα απο το φευγιό του.
Έτσι έφευγες και εσύ και εγώ εκεί να σε κοιτώ δίχως να μπορώ να απλώσω καν τα χέρια μου να σε σταματήσω. Δεν είχε μείνει άλλη δύναμη μέσα
μου, την πήρες όλη μαζί σου. Μαζί με την απόφαση να φύγεις για λίγο.
Γιατί;
Μην με ρωτάς, δεν έχω απάντηση. Ίσως και να έβλεπα πως ήθελες να φύγεις για λίγο. Ίσως και να έπρεπε να σε αφήσω. Για λίγο μόνο! Δεν θα άντεχα για πολύ. Δεν θα άντεχες και εσύ. Θα ήταν τόσο όσο κάνει το φεγγάρι να βγει ξανά και να φωτίσει τα βράδια μας, τα μάτια μας. Τα μάτια σου! Αυτά τα μάτια που φώναζαν τον έρωτα. Από εκείνον εκεί το μοναδικό! Τον δικό μας…
Το ξέρω πως θα ερχόσουν πάλι! Πάλι όπως και το φεγγάρι. Δεν θα αργούσες πολύ. Για λίγο.
Για λίγο μόνο.