Τι είναι ελπίδα, μαμά;
Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
«Μαμά, μαμά, τι σημαίνει ελπίδα;», θυμάμαι πως σε ρώτησα κάποτε.
Η ερώτηση μου σου φάνηκε περίεργη.
Ήμουν πολύ μικρή για να ρωτήσω κάτι τέτοιο και πόσο μάλλον για να το καταλάβω.
Θυμάμαι ακούμπησες το χέρι μου στο χέρι σου και με οδήγησες στον κήπο του σπιτιού μας.
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Η μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου πλημμύριζαν τα ρουθούνια μου.
Ανυπομονούσα να μάθω τι είναι η ελπίδα που άκουγα να μιλούν γι’αυτή συνέχεια τον τελευταίο καιρό.
«Έλα, κάθισε», μου είπες και εγώ με ένα σάλτο βρέθηκα πάνω στα πόδια σου. Τα χέρια σου χάιδευαν τα μαλλιά μου και αισθανόμουν, θυμάμαι, τόσο όμορφα, τόσο ασφαλής, τόσο δυνατή!
Και όλα αυτά επειδή είχα εσένα δίπλα μου!
«Βλέπεις τα λουλούδια στον κήπο μας;» με ρώτησες.
Έγνεψα καταφατικά.
“Πού το πήγαινε;”, σκέφτηκα. “Όλο οι μεγάλοι αποφεύγουν τις ερωτήσεις μου.”
Ξαναρώτησα, «Μαμά! Τι σημαίνει ελπίδα;»
Χαμογέλασες.
«Ελπίδα είναι εκείνο το μικρό μπουμπουκάκι στην άκρη του κήπου. Ελπίδα είσαι εσύ και όλα τα μικρά παιδάκια σαν εσένα. Ελπίδα είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που παλεύουν για το καλό και το υπερασπίζονται. Που κάθε μέρα αντί να απογοητεύονται με όλα αυτά που βλέπουν να συμβαίνουν γύρω τους, δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να προχωρούν παρά τις δυσκολίες. Αγαπούν την αλήθεια και μισούν το ψέμα.»
«Κοίταξε με», μου είπες.
Το πρόσωπό σου ήταν τόσο γαλήνιο.
«Εμείς οι μεγάλοι κάνουμε λάθη, πολλά πολλά λάθη. Νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα και ξεχνάμε τα βασικά ή τα θεωρούμε δεδομένα.»
«Τί ξεχνάτε», ρώτησα γεμάτη αφέλεια.
«Ξεχνάμε την αγάπη και την ελπίδα. Έχουμε ανάγκη από ένα μικρό χεράκι σαν το δικό σου να μας κρατάει και να μας υπενθυμίζει τι είναι σημαντικό.
Η ζωή από μόνη της είναι ένα θαύμα.
Όταν σε γέννησα ήταν σαν να γέννησα την ελπίδα, τη δική μου ελπίδα από την οποία είχα ανάγκη να πιαστώ.
Μου έμαθες τη ζωή από την αρχή.
Πριν ήταν σαν να μην ήξερα τίποτα.
Μεγαλώνεις και μεγαλώνει μαζί σου η ελπίδα μου για έναν κόσμο καλύτερο.
Είσαι το μικρό μου γλυκό λιθαράκι που θα βοηθήσει στο να γίνει ο κόσμος καλύτερος.»
Δεν πολυκαταλάβαινα τότε αυτά τα λόγια, οφείλω να ομολογήσω, αλλά τα κράτησα μέσα μου σαν φυλαχτό και έμαθα να ορίζω τη ζωή μου με γνώμονα αυτές τις πολύτιμες κουβέντες σου.
Είναι η αρχή και το τέλος μου.
Μια αλήθεια που την αγάπησα και την έκανα δική μου.
Έφυγες από κοντά μου όμως μαμά και με άφησες να παλεύω μόνη μου με την ελπίδα. Η μάχη που είναι καθήκον μου να δώσω είναι δύσκολη και άνιση. Το ξέρεις και εσύ. Δε θα καταθέσω όμως έτσι τα όπλα! Αυτό δε μου έμαθες και εσύ;
Να μην παραιτούμαι, να σηκώνομαι ό,τι και να έχει γίνει και να συνεχίζω με το κεφάλι ψηλά. Θα παλέψω και ας είμαι μόνη μου.
Μπορεί να καταφέρω κάτι, μπορεί και τίποτα.
Ένα όμως είναι σίγουρο.
Ότι εσύ έμαθες σε μένα να ελπίζω και εγώ με τη σειρά μου θα μάθω σε κάποιον άλλο να ελπίζει.
Όλοι έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε σε αυτήν, αρκεί να μας δείξει κάποιος το δρόμο.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα ήρεμη.
Δεν είχα καταλάβει τα λόγια σου τότε, τώρα, όμως είναι αυτά που καθορίζουν τη ζωή μου.