Έγινε η αγάπη, συμφέρον γιαγιά…
Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Κάθομαι σκεπτική σε μια γωνιά του δρόμου. Παρατηρητής σε όσα συμβαίνουν γύρω μου, όταν ξαφνικά μια ηλικιωμένη κυρία, μου πιάνει τη κουβέντα και μου ζητά να της μιλήσω για την αγάπη.
Τι να πω, εγώ για αυτή, σε σας. Για ποια αγάπη να μιλήσω. Να πω για κείνη που χάνεται ή για αυτή που ζει για πάντα. Να μιλήσω για το παρελθόν ή για το παρόν και το μέλλον.
Μάλλον θα πω γι αυτή που έφυγε. Για εκείνη που έζησε και πέθανε. Γι αυτήν που ζούσε για χρόνια και εξαφανίστηκε. Για την αληθινή και τη δήθεν ταυτόχρονα. Γι’ αυτή που είχε τη δύναμη και άντεχε στο χρόνο. Για εκείνη τη γλυκύτητα που έβγαζε, όταν μιλούσαμε για την έννοιά της. Για το θάρρος, τη τόλμη, τα στραβά και τα άσχημα. Τα καλά και τα κακά. Τα πέρα και τα δώθε. Για την επαφή, το συναίσθημα και την ανεμελιά, που κρυβόταν πίσω από κάθε κίνηση, που έβγαινε αβίαστα χωρίς να τη σκεφτούν.
Και τώρα; Τίποτα. Πάει. Ξέφτισε. Χαλάρωσε. Τα προβλήματα έγιναν αιτία χωρισμού και οι λύσεις σχέδια ανάγκης. Οι συζητήσεις ψυχολογικά και η καθημερινότητα ρουτίνα. Η διάρκειά της έχει ημερομηνία λήξης και το ψέμα μια σωτήρια ιστορία για να αποφύγεις τον καβγά. Η φινέτσα της προσαρμόστηκε στο facebook και στο instagram και τα like της μια ακόμη διαφήμιση, σε αυτό που δε μπορούμε να εκφράσουμε με λόγια.
Άλλαξε η αγάπη, γιαγιούλα μου, και μαζί με αυτή αλλάξαμε και μεις. Έγινε συμφέρον από συνήθεια, ενώ έχει χίλια πράγματα να πει. Δεν αγαπάμε πια, γιαγιά μου, συμβιβαζόμαστε σε κάτι που θέλουμε να γίνει και ευελπιστούμε να πετύχει. Ζούμε για να ζήσουμε και ξεχάσαμε να αγαπάμε.
Παραξένεψε η αγάπη στις μέρες μας, λοιπόν. Από τη μία ζωή και από την άλλη θάνατος. Από τη μία θέλω αλλά δε μπορώ. Στα γενικά και τα αόριστα ψάχνουμε από κάποιον να πιαστούμε.
Πώς να μιλήσω τότε για αγάπη, αφού μέσα μου δεν υπάρχει τίποτα να πω;