Αν αγαπάς να αγαπάς με όλο σου το είναι, ειδάλλως μην αγαπάς καθόλου.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Εκείνος του “όλα ή τίποτα” δεν μπορεί να συμβιβαστεί.
Γι’αυτό και δεν συμβιβάζομαι, γιατί εμένα μου βρέχει το στόμα ένα άφταστο πάθος κι όχι κάτι ανέπαφα χλιαρό και ξεφτισμένο.
Το δικό μου κύμα δεν βρέχεται απλώς απ’την καταιγίδα, αλλά την ασπάζεται στο στόμα.
Ο δικός μου πόθος ριγώνει την επιθυμία και την ξεβράζει στα σπάργανα της θύελλας.
Η δική μου αγκαλιά ντύνει την ηδονή με θράσος και γδύνει την τρικυμία με οδύνη.
Σαν την κόλαση που γλύφεις και τα δάχτυλά σου, σαν το φιλί μου που αφήνει έναν κρότο πάνω στα χείλη σου.
Στις νύχτες τις δύσκολες μουσκεύω τα όνειρά μου με υγρές επιθυμιές κι όχι με δάκρυα στυγνά και λυπημένα, για να ξορκίσω τον θεό που πέταξε τ’αστέρια στην φωτιά για να καούνε.
Το δικό μου πάθος δεν έλκεται απ’την αδιαφορία, ούτε τα ημίμετρα.
Ούτε σέρνεται στην δύνη και στην κάθε δύνη που την επιθυμεί.
Γι’αυτό σου λέω, δεν μπορώ να συμβιβαστώ.
Δεν μπορώ να βρέχω το στόμα μου με ψέματα και το κορμί μου με χλιαρές ανάσες.
Δεν μπορώ να στέκω στην αγάπη σαν εκλαμψία, σαν δηλητήριο.
Αν αγαπάς, να αγαπάς με όλο σου το είναι, ειδάλλως μην αγαπάς καθόλου.
Δεν μπορώ τα μισά, τ’αδειανά, τα ρηχά.
Τι φαντάστηκες; Ότι θα αρκεστώ με τ’αποφάγια;