Αν δεν μπορείς να μ’ αγαπήσεις, τι κάνεις εδώ;
Γράφει η Πράξια Αρέστη
Αν δεν μπορείς από μέσα σου να δώσεις, τι ζητάς από μένα;
Αν δεν μπορείς να νιώσεις με τι θράσος αγγίζεις το σώμα μου και βάζεις τα χέρια σου βαθιά μέσα στην ψυχή μου;
Γιατί σε αφήνω να με διαλύεις κάθε φορά αφού μετά ξέρω ότι θα φύγεις;
Είναι που τα μάτια σου άλλα μου λένε πριν οι καλά ακονισμένες λέξεις σου καρφωθούν στο δέρμα μου, αφήνοντας σημάδια από φρέσκες πληγές που αιμορραγούν σε κάθε νέα σου δήλωση.
Δεν αγαπάς, λες.
Δε θες να με φιλάς, λες.
Δε θες να μ’ αγκαλιάζεις, λες.
Δε θες να κάνουμε έρωτα, λες.
Δε θες να είσαι μαζί μου.
Κι όμως κάτι ζητάς.
Είναι που η καρδιά μου μένει πάντα ανοιχτή να σε περιμένει και στο κάνει εύκολο πάντα να επιστρέφεις.
Είναι που μπορείς να με απομυζείς και να γεμίζεις ενέργεια, χωρίς να σου παραπονιέται το εξαντλημένο σώμα μου.
Είναι που σε αφήνει ασυγκίνητο η ανάγκη μου να μ’ αγαπήσεις.
Είναι που συνήθισες τα δάκρυα, τις φωνές και τις σιωπές μου και μπορείς πάντα να έρχεσαι όποτε θέλεις.
Είναι που μαζί μου μπορείς να είσαι κάθε πλευρά του εαυτού σου, χωρίς να πληρώνεις τις συνέπειες.
Είναι που σου έδωσα το δικαίωμα να μου ξυπνάς αισθήματα που δεν μπορείς ν’ ανταποδώσεις.
Είναι που σ’ αγαπώ. Ανιδιοτελώς κι αθόρυβα χωρίς να διαταράσσω την επιφάνεια της τέλειας ζωής σου.
Είμαι εκτός. Εκτός της διαμέτρου των συναισθημάτων και των θέλω σου.
Είσαι πάνω από τις δυνάμεις μου. Πιο ψηλά από όσα μπορώ να φτάσω.
Κι όμως το μόνο που θέλω είναι να μπορώ να σ’ αγαπώ χωρίς να ντρέπομαι.
Να νιώθω ασφάλεια στα χέρια σου κι όχι αβοήθητη, φτηνή και προδομένη.
Είναι που θέλω τα αισθήματά μου να έχουν ανταπόκριση και να ξέρω ότι έρχεσαι κάθε φορά επειδή σε φέρνει η καρδιά σου.
Είναι που πάντα θέλω να μείνεις λίγο ακόμα για να μπορώ ν’ ακούσω το μυαλό σου. Για να σε χορτάσω και να μπορώ να σου πω μια φορά εσύ δε μ’ αγαπάς, γι’ αυτό μην έλθεις ξανά.