Βιάσου εαυτέ μου, γιατί ίσα που τον προφταίνουμε, τον μια για πάντα θάνατο μας…
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Σε σιχαίνομαι, ρε, και μου γυρίζεις τ΄ άντερα ανάποδα, κάθε φορά που σε κοιτάζω στον καθρέφτη!
Δεν σε αντέχω σου λέω, σε ακούω να μιλάς και μου προκαλείς στεναχώρια κάποιες φορές και κάποιες άλλες οίκτο! Πως είσαι έτσι καημένε μου, τι κατάντια και τι χάλια είναι αυτά;
Άσε, ξέρω, μην απαντάς!
Θα μου πεις ξανά πως μεγάλωσες και η ζωή σε πήρε σβάρνα. Θα μου πεις ότι κουράστηκες, γιατί περάσανε τα χρόνια. Θα μου πεις και πως σοβάρεψες, γιατί δεν είσαι πια και κανένα παιδαρέλι. Θα αρχίσεις πάλι εκείνες τις φτηνές και βολικές δικαιολογίες, πως οι μάχες που έχεις δώσει στην ζωή σου σε κάνανε άλλον άνθρωπο. Θα μου πεις πως σκλήρυνες κι ότι πια δεν εμπιστεύεσαι το ίδιο τους ανθρώπους, γατί πληγώθηκες από όλους αυτούς αμέτρητες φορές.
Ξέρω, ρε, σου λέω, απ΄ έξω σε έχω μάθει πια!
Θα πάρεις πάλι εκείνο το σοφιστικέ το ύφος του τάχα σπουδαίου, τρομάρα σου κακιά, και θα μου πεις ότι οι ανάγκες σε αλλάξανε οριστικά και ριζικά. Θα μου πεις πως έγινες σοφότερος κι ότι έχεις εμπειρίες. Θα μου πεις πως έχεις μάθει να είσαι πιο προσεκτικός και περισσότερο μετρημένος. Εγώ όμως σε ξέρω περισσότερο από τον κάθε ένα εκεί έξω. Να πας αλλού να πεις τις τσάμπα μαλακίες σου, όχι σε μένα αυτά!
Να σε φτύσω μου έρχεται ώρες ώρες ρε, να σου ρίξω ένα φάσκελο και να σε διαολοστείλω. Ξέρω την αμέσως επόμενη κουβέντα σου, πριν καν την πεις. Θα μου πεις ότι πέρασες και τα 45 και πως δεν μπορείς να λειτουργείς όπως παλιά. Θα σηκωθείς από την αναπαυτική σου την καρέκλα, δήθεν θιγμένος και θα μου πεις με στόμφο, πως είσαι καθώς πρέπει. Ψιτ, να σου πω κάτι; Παπάρια είσαι!
Κάτσε κάτω, ξαναγέμισε το ποτήρι σου με ουίσκι και θα σου πω εγώ τι είσαι στα αλήθεια!
Ένας χέστης είσαι ρε, ένας καθώς θέλουν οι άλλοι είσαι κι όχι καθώς πρέπει. Ένας ψεύτης είσαι που κοροϊδεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Ένας δειλός είσαι, που νικήθηκες απ΄ τους ασήμαντους κι απ΄ τους μικρούς, δίχως να δώσεις μάχες, αυτός είσαι.
Μου είπες ψέματα και σου έχω θυμώσει, μου είχες δώσει τον λόγο σου κάποτε πως ποτέ σου δεν θα αλλάξεις κι εγώ σε θαύμαζα για αυτό και σε πίστευα. Και δες τώρα τα χάλια σου, δεν είσαι ο ίδιος, το βλέπεις και μονός σου και ας μην τολμάς να το παραδεχτείς.
Ποιος είσαι εσύ; Που είναι η μηχανή σου; Που είναι το σκουλαρίκι σου; Που είναι εκείνο το σκισμένο σου το τζιν; Τι τα θες τα δέκα τα κουστούμια και τις είκοσι γραβάτες; Που τα έθαψες τα όνειρα και τα μεγάλα λόγια σου; Σε ποιο δωμάτιο σκοτεινό φυλάκισες τα θέλω σου; Που τις συμβίβασες τις ανάγκες σου και δεν βγάζουν τσιμουδιά;
Δεν περιμένω απαντήσεις, τις ξέρουμε κι δυο εαυτέ μου!
Από φόβο έχασες καημένε μου εαυτέ!
Σαν όλους τους άλλους έγινες, σαν αυτούς που κάποτε γελούσες μαζί τους, ένας δειλός και βολεμένος ανθρωπάκος του σωρού.
Συνέχισε να λες ψέματα στους γύρω σου, αν αυτό σου αρέσει, συνέχισε να προσποιείσαι, σχεδόν τους έχεις πείσει όλους πως είσαι μια χαρά. Όμως εαυτούλη μου, εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, εγώ το βλέπω το παιδί που αργοπεθαίνει κάθε μέρα μέσα σου, βουβό κι ατιμασμένο. Εγώ τα ακούω τα παράπονα που σιγοψιθυρίζεις προτού να κοιμηθείς. Εγώ τις θυμάμαι όλες τις φορές που πετάγεσαι στον ύπνο σου, από τις κραυγές κι από τα ουρλιαχτά της αλυσοδεμένης σου ψυχής. Σύνελθε καημένε μου πριν να είναι εντελώς αργά, βρες την δύναμη και σήκω όρθιος, γιατί ίσα που τον προφταίνεις τον μια για πάντα συναισθηματικό και ψυχικό σου θάνατο.