Γράφει η Πράξια Αρέστη
Φθινοπώριασε… πεζοδρόμια ντυμένα με καφέ και κίτρινα φύλλα, δρόμοι υγροί σαν τα μάτια μου και ένα ψυχρό αεράκι που επιβάλλει πια ζακέτα. Άργησε το φθινόπωρο να πατήσει πόδι στο καλοκαίρι όμως τελικά τα κατάφερε κι είναι εδώ. Και σε λίγες μέρες έρχεται ο χειμώνας για να πάρει ακόμη μια φορά μακριά αυτή τη γλυκάδα του φθινοπώρου και να μας κουβαλήσει μαζί του κρύα, χιόνια και ατέλειωτες νύχτες.
Το φθινόπωρο τα καταφέρνω. Είδα τη φυγή σου σαν ευκαιρία να ξεκουράσω το μυαλό σου από τους βασανιστικούς γρίφους στη συμπεριφορά σου και τους τσακωμούς. Το φθινόπωρο οι βόλτες στον κόσμο είναι απολαυστικές. Ούτε κρύο ούτε ζέστη, η μέρα είναι ακόμη αρκετά μεγάλη και το σκοτάδι της νύχτα αργεί να φανεί. Το χειμώνα, όμως, πως θα τον βγάλω χωρίς εσένα;
Μαζί με τα καλοκαιρινά μου ρούχα έβαλα σε μια τάξη στην πιο μακρινή γωνιά του ντουλαπιού, τα σκληρά σου λόγια και τα αναπάντητα γιατί. Τα κλείδωσα εκεί αφήνοντας μαζί τους λίγο άρωμα λεβάντας και φύλαξα το κλειδί στο συρτάρι του γραφείου για να το ξεχάσω.
Κατάφερα να ξεπεράσω πολλά, όμως, το χειμώνα όπου όλοι γίνονται ζευγαράκια και κουλουριάζονται στον καναπέ τους κρατώντας από μία κούπα ζεστή σοκολάτα, πώς να μη σε σκέφτομαι; Πώς να μη μου λείπεις; Πώς να μην έρχονται ξανά στα μυαλό μου η ανάσα σου που μου ζέσταινε το σώμα, τα απαλά σου χέρια που μου κρατούσαν την πλάτη και το χαμόγελό σου που μ’ έκανε να ξεχνάω τον κόσμο.
Τόσες νύχτες έρωτα με τη βροχή που έπεφτε δυνατή να μη μας απασχολεί πήγαν χαμένα. Τα βράδια που σε περίμενα, η αγάπη που σου έδωσα, οι προσπάθειες που έκανα σε άφησαν ασυγκίνητο.
Έπρεπε να φύγω γιατί δεν οδηγούσε πουθενά. Έπρεπε να λυτρώσω εσένα κι εμένα από έναν έρωτα που δε θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ένα χειμώνα όπως του άξιζε. Σ’ αγαπάω τόσο κι ας μην είσαι πια πουθενά. Σε θέλω τόσο κι ας βρίσκω τη δύναμη η θέλησή μου για ζωή να είναι μεγαλύτερη.
Κάνω μία τελευταία προσπάθεια κι ας πέσει πάλι στο κενό: “Μείνε για ν’ αντέξω το χειμώνα…”