Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Ορίστε κοίτα που φτάσαμε. Πρέπει να βρω τρόπο και χώρο μέσα μου να σε αιτιολογήσω. Εσένα που μου παραμυθιάζεσαι, που θεωρείς ότι ο κόσμος έχει τις αγαθές σου προθέσεις για σύνδεση και μοιρασιά και καλωσορίζεις χαμένες ψυχές, που αποδεικνύεται, έστω και με βάρβαρο τρόπο, ότι το μόνο που θέλουν είναι να σε αφομοιώσουν ολοκληρωτικά, να σε εξαφανίσουν αν γίνεται, να σου πάρουν και το τελευταίο σου χαμόγελο, λεπτό χρόνου ή κι ανάσα ακόμη χαράς. Σου βάζουν οικειοθελώς σωληνάκι αφαίμαξης, σου ρουφάνε σαν με καλαμάκι την ενέργεια σου για ζωή και πριν το καταλάβεις είσαι κουρέλι στης ύπαρξης σου το πάτωμα. Σε κλέβουν, το καταλαβαίνεις έστω κι αργά, σ’ αφήνουν να αναρωτιέσαι πόσο αφελής τελικά είσαι.
Σταμάτα να ψάχνεις ιδανικούς άνδρες, πατεράδες, φίλους, συντρόφους, κόφτο πια. Σε οδηγεί σε αρένα, με σένα το εύκολο θήραμα. Το πνευματώδες υφάκι, σου το επιδόρπιο τους. Σταμάτα να ψάχνεις το πατρικό στήριγμα της ζωής σου που ποτέ δεν ένιωσες από εκεί που θα έπρεπε. Τι να κάνουμε, αυτό επέλεξε η ψυχούλα σου να ζήσει. Πάρε το μάθημα, αποδέξου το. Σταμάτα να εθελοτυφλείς, αφού βλέπεις ότι η περιβόητη κλωστή που εσύ λες ότι όλοι μας συνδεόμαστε μαζί της, στην περίπτωση σου είναι μόνο για να πάρουν αυτό που οι άλλοι θέλουν από σένα. Αυτοί οι άλλοι σύντροφοι, εν δυνάμει ή κι εν ισχύ. Νυν κι αεί.
Πρέπει να σε συγχωρήσω που τα επιτρέπεις όλα αυτά να γίνονται. Πρέπει να σου συγχωρήσω την ανάγκη που οδηγεί στην ελπίδα ότι κάπου υπάρχει αυτό το ολόκληρο μεγάλο που αναζητάς. Πρέπει να σταματήσεις να ψάχνεις. Πρέπει να ενηλικιωθείς επιτέλους. Εσύ είσαι ο άντρας, που αναζητάς για κορώνα στο κεφάλι σου. Έγινες και δεν θες να το δεις. Το αρνείσαι από βολή ή και φόβο. Πρέπει να σε συγχωρήσω, είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου για τους μπελάδες που με μπλέκεις. Υπάρχει απάντηση και θα έρθει στην ώρα της. Πρέπει ίσως όμως και να σε αγαπήσω πολύ κάποια στιγμή. Ναι εσένα, όπως ακριβώς έγινες, είσαι ή γίνεσαι…