Εγώ έπαιζα πάντα ακόμα και τα ρέστα μου κι εσύ κρατούσες πάντα έναν άσο στο μανίκι..
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Κανένα παιχνίδι μεταξύ μας δεν υπήρξε τίμιο. Τώρα πια το ξέρω. Στημένα ήταν όλα από την αρχή. Μόνο που ήμουν πολύ αφελής για να το καταλάβω. Παλιός παίκτης εσύ και οι κινήσεις σου καλά υπολογισμένες. Άμαθη εγώ, άνοιγα τα φύλλα μου και απολάμβανα μικρές νίκες, που με άφηνες να κερδίζω, πριν μου τα πάρεις όλα.
Κι όσο πέρναγε ο καιρός και η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο, όσο ο έρωτας έσβηνε μέσα μου και το τελευταίο ίχνος λογικής που είχε απομείνει, χωνόμουν στην αγκαλιά σου κι έκρυβα στο στήθος σου το πρόσωπό μου, χωρίς να βλέπω τίποτα γύρω μου. Τίποτα εκτός από σένα.
Εσύ, κυρίαρχος του παιχνιδιού από την πρώτη στιγμή, μου μάθαινες βήμα βήμα τους κανόνες και με έπεισες πως μπορώ να κερδίσω. Πως μπορώ να σε κερδίσω. Πως μπορώ να σε έχω. Μου χάρισες τις πρώτες νίκες, αυτές που ισοπέδωσαν κάθε άμυνα και σου άνοιξαν το δρόμο για να φτάσεις στο στόχο σου.
Κι εγώ, εγώ ήμουν απλά ο στόχος. Ένα ακόμα τρόπαιο στη συλλογή σου. Ένα στοίχημα, που έπρεπε να κερδίσεις, πριν πας παρακάτω. Γιατί τελικά μόνο αυτό είχες μάθει να κάνεις. Να κερδίζεις. Με όποιο τρόπο, με όποιο κόστος.
Κι ό,τι κι αν λες για να δικαιολογηθείς, είναι αργά. Σε κατάλαβα! Άργησα, αλλά σε κατάλαβα! Μόνο που το πλήρωσα πολύ ακριβά. Τα έχασα όλα. Βλέπεις, εγώ είχα μάθει στη ζωή μου να παίζω τίμια. Είχα μάθει να κοιτάω τους ανθρώπους κατάματα και να ανοίγω τα χαρτιά μου. Από μπλόφα δεν ήξερα, το ομολογώ. Κι εκεί την πάτησα. Γιατί εσύ είσαι γεννημένος τζογαδόρος και το παιχνίδι το ξέρεις πολύ καλά.
Κανένα παιχνίδι μεταξύ μας δεν υπήρξε τίμιο. Στημένα ήταν όλα απ’ την αρχή κι η τράπουλα σημαδεμένη. Και πάντα ήσουν ένα βήμα μπροστά. Ανακάτευες τα χαρτιά με μαεστρία και μου έδινες αυτά που ήθελες εσύ. Τραπουλόχαρτα τα αισθήματά μου στα χέρια σου, που τα χρησιμοποίησες για να κερδίσεις άλλη μια νίκη, πριν φύγεις σαν κλέφτης από τη ζωή μου. Κι ο έρωτας ένα παιχνίδι απ’ την αρχή χαμένο.
Εγώ έπαιζα πάντα ακόμα και τα ρέστα μου. Άνοιγα τα χαρτιά μου κι έπαιρνα το ένα ρίσκο μετά το άλλο. Σε μια ζαριά όλα μου τα όνειρα, σε μια κίνηση όλες μου οι ελπίδες, σε μια παρτίδα όλη μου η ύπαρξη. Μ’ ένα πάθος να με καίει κάθε φορά που σε έβλεπα και μ’ έναν έρωτα δυνάστη, να έχει κάνει πλήρη κατάληψη στο μυαλό μου και να μην μπορώ να σκεφτώ τίποτα εκτός από εσένα.
Εσύ κρατούσες πάντα έναν άσο στο μανίκι. Με κινήσεις καλά υπολογισμένες οδηγούσες το παιχνίδι εκεί που ήθελες, εκεί που σε βόλευε, εκεί που ήξερες ότι μπορείς να κερδίσεις. Με τα μάτια μισόκλειστα κι ένα αινιγματικό χαμόγελο στο πρόσωπό σου, κατάφερες και μου τα πήρες όλα!
Και τώρα πες μου, πώς νιώθεις; Είσαι ευχαριστημένος, που αποδείχτηκες άλλος ένας μαλάκας; Είσαι περήφανος, που έκανες όλα όσα δεν κάνει ποτέ ένας άντρας αληθινός; Πες μου, υπάρχει έστω ένα ίχνος ντροπής, για όλο το παραμύθι που μου πούλησες; Σου έχει μείνει, άραγε, μια στάλα αξιοπρέπειας, ίσα για να σκεφτείς ότι διέλυσες μια γυναίκα που σε αγάπησε, ίσα για να σκύψεις το κεφάλι και να πεις μια συγγνώμη κι ένα ευχαριστώ;
Γιατί να ξέρεις, αυτά μου τα χρωστάς. Και δεν θα ξεχρεώσεις έτσι απλά. Πάντα θα εκκρεμεί αυτή η συγγνώμη, γιατί με πούλησες ενώ σε εμπιστεύτηκα. Πάντα θα μου χρωστάς ένα ευχαριστώ, γιατί ίσως σε έκανα να νιώσεις για λίγο άντρας, από εκείνους τους αληθινούς, που έχουν μπέσα. Και πάντα θα σε στοιχειώνει η εικόνα μου και το γιατί που αιωρείται αναπάντητο, γιατί δεν βρίσκεις τίποτα να πεις. Και ίσως κάποτε συνειδητοποιήσεις, ότι έχασες την μοναδική ευκαιρία που είχες, για να μάθεις τι σημαίνει να αγαπάς και να αγαπιέσαι!
Και τώρα φύγε. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή την κοπανάς στα δύσκολα. Μάζεψε ζάρια, τράπουλες κι ελπίδες κι άσε με εμένα να μαζέψω ότι απέμεινε από το πέρασμά σου. Άσε με να προσποιούμαι ότι ζω, γιατί δεν έχω άλλη επιλογή. Άσε με να προβάρω ψεύτικα χαμόγελα, γιατί εκείνο το αληθινό το πήρες φεύγοντας μαζί σου. Και πριν κλείσεις πίσω σου την πόρτα, άσε στο τραπέζι κι έναν άσο, ξέρεις, από εκείνους που είχες πάντα στο μανίκι σου. Έτσι, για να θυμάμαι ότι σε αγάπησα. Έτσι, για να θυμάμαι ότι κάποτε υπήρξα ζωντανή…