Γράφει η Λαμπρινή Νταβέλη
Μεσάνυχτα. Έλα να με πάρεις, να πάμε μια βόλτα. Εσύ θα οδηγάς, εγώ θα σε χαζεύω. Προορισμός; Το άγνωστο. Εκεί όπου βαδίζει και η δίκη μας σχέση, μωρό μου.
Ήρθε η ώρα να γδύσουμε τις ψυχές μας. Να ρίξουμε τις άμυνες μας. Να γκρεμίσουμε τις αποστάσεις ανάμεσα μας. Τι είναι, τελικά, αυτό που μας ενώνει; Άραγε, έχεις αναρωτηθεί ποτέ σου, τι ήταν αυτό που σε κράτησε σε μένα; Κι αν ναι, σου έδωσες ποτέ σου μία σαφής εξήγηση; Σήμερα, λοιπόν, θέλω να δώσω μία ερμηνεία σ’ αυτά που ποτέ μου δεν κατάλαβα σε σένα. Σήμερα θέλω να μου πεις για εκείνα, που εγώ δεν είχα το θάρρος να σε ρωτήσω ποτέ.
Μίλησε μου για τους φόβους σου. Μίλησε μου για τα όνειρα σου. Μίλησε μου για όλα εκείνα τε μικρά, απλά κι καθημερινά που για σένα φαντάζουν πιο σημαντικά.
Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι κάθε φορά που το βλέμμα σου αντικρίζει το δικό μου. Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι εκείνες τις στιγμές απόλυτης σιωπής, ύστερα από έναν έντονο καβγά. Θέλω να ξέρω τι είναι αυτό που με κάνει τρομερά αξιολάτρευτη στα μάτια σου κι ποιο χαρακτηριστικό μου είναι αυτό που σε εκνευρίζει περισσότερο. Γιατί επέλεξες εμένα ανάμεσα σε τόσες;
Μίλησε μου για τα σημάδια που έχω αφήσει χαραγμένα στη ψυχή σου. Αν κάποια στιγμή φύγω, τι θα κρατήσεις από μένα; Τι θα κρατήσεις από εμάς; Πόσο απαραίτητη σου είμαι; Θα άντεχες να ζήσεις μακριά μου; Θα άντεχες χωρίς την μυρωδιά μου; Χωρίς τον ήχο της φωνής και του γέλιου μου; Άραγε, είσαι ευτυχισμένος;
Σήμερα σου λείπω; Πάνε μέρες που’ χεις να με δεις. Σε ζάλισα. Ξέρω, μην γκρινιάζεις. Δε σ’ αρέσουν τα μεγάλα λόγια, προτιμάς τις πράξεις. Κάνε την εξαίρεση για μια φορά. Μόνο για απόψε.
Πες μου, ρε μωρό μου, μ’ αγαπάς; Έχω την ανάγκη να σ’ ακούσω να μου το λες. Φώναξε το, δυνατά. Όσο πιο δυνατά μπορείς!
– Σ’ αγαπάω!
Μία λέξη που κρύβει χιλιάδες συναισθήματα.
Του χαμογέλασε. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του κι έκλεισε τα μάτια της. Ήταν ευτυχισμένη, κι ας είχε δίπλα της τον πιο παράξενα ρομαντικό άνθρωπο του κόσμου.