Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Ξέρω, μου είχες πει, πως δεν πρέπει να μιλάμε. Θέλεις, μα δεν πρέπει. Το σεβάστηκα. Έκανα ακριβώς ό,τι μου ζήτησες. Με έβαλες να σου υποσχεθώ, πως δεν θα σου τηλεφωνήσω ποτέ. Και αυτό έκανα.
Περνούσαν οι μέρες, η μια πιο βασανιστική από την άλλη. Ήθελα τόσο πολύ να ακούσω την φωνή σου, θα μου ήταν αρκετό ακόμα και ένα μήνυμά σου. Περνούσαν οι μήνες, ο έναν χειρότερος από τον άλλο. Και εσύ τίποτα. Ούτε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα απλό μήνυμα να ρωτήσεις τι κάνω, έστω αν είμαι καλά. Έλεγες πως μ’ αγαπούσες και πως νοιαζόσουν για μένα. Όμως τίποτα, απλά μια απέραντη σιωπή.
Ήθελα πολύ να σου τηλεφωνήσω. Ήθελα πολύ να σου στείλω ένα μήνυμα, να σε ρωτήσω τουλάχιστον εάν είσαι καλά, πώς περνούν οι δικές σου οι μέρες, πού είσαι. Δεν ήξερα καν πού είσαι. Όμως, σου είχα υποσχεθεί πως δεν θα το κάνω.
Κουράστηκα. Με κούρασε αυτή η ατελείωτη σιωπή. Παντού γύρω μου κόσμος και όμως εγώ ζούσα την απόλυτη σιωπή.