Γράφει η Ζωή Τριανταφυλοπούλου
Ξέρεις πως είναι. Γνωρίζεις γιατί γίνεται. Πάλεψες με διάφορα θεριά, φυσικά αλλά και του μυαλού σου γινόμενα. Σε καιρούς ανάποδους και χρόνους κόντρα, που ήθελαν να σε δοκιμάσουν, να μετρήσουν το μπόι σου και την ικανότητα να τα κατάφερνεις πάντα, όχι από κεκτημένη ταχύτητα, αλλά από τσαγανό και πίστη ότι όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα τελικά.
Και ναι! Αυτή η ρημάδα η κρίση που αναποδογύρισε ζωές και σιγουράκια διαβίωσης πολλών και συνεχίζει να δείχνει τα κοφτερά δοντάκια της, εσένα δεν σε έριξε κάτω. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε; Εσύ ήσουν πάντα στρατιώτης, η ζωή ήταν αγώνας ούτως ή άλλως κι όχι παιχνιδάκι χαράς και ανεμελιάς.
Σε έκλεισε ακόμη περισσότερο όμως, σε έκρυψε πίσω από μια καθημερινότητα ανελέητη σε τρέξιμο και τίγκα στο πρέπει. Σε έβαλε να συμβιβαστείς εις γνώσιν σου σε πρόσωπα, πράγματα, συνθήκες και καταστάσεις για να αντέξεις, για να περάσει η μπόρα. Και ξέχασες να νιώθεις, να είσαι, να παλαβώνεις, να ξεκαρδίζεσαι, να ερωτεύεσαι!
Μεγάλωσες απότομα ή βολεύτηκες τόσο που γερνάς πριν την ώρα σου. Κι άραγε όλο αυτό πόση αλήθεια έχει; Πού είσαι εσύ, η αληθινή εσύ κι όχι η χρήσιμη κι αναγκαία εργαζόμενη μάνα; Βολεύτηκες πολύ νομίζω. Έφτιαξες γυάλα και κρύφτηκες εκεί μέσα κατεβάζοντας τις λειτουργίες σου στο παραμικρό, στο ελάχιστο. Χωρίς εκρήξεις, με έναν αναστεναγμό ποτέ-ποτέ, που σου θυμίζει ότι είσαι ζωντανή. Ακόμη…
Και τώρα δηλαδή έτσι θα το πάμε; Για πόσο καιρό θα συνεχίσεις να ζεις σαν σε καταφύγιο από τάχα μου πυρηνική απειλή; Που βρίσκεται ακριβώς αυτή η απειλή και σε υποχρεώνει να ζεις σαν Σπαρτιάτης; Και καμιά αντίρρηση πρέπει. Να ιεραρχήσεις, κι εσύ κι όλοι, τις προτεραιότητες κι ανάγκες. Όμως εδώ αναρωτιέμαι τι αληθινά θέλεις να είσαι, να γίνεσαι, να ζεις.
Πάρ’ το χαμπάρι απειλείσαι μόνο από σένα και τους τοίχους που χτίζεις μέσα σου για να κρύψεις ακόμη κι από τον εαυτό σου την ίδια την αλήθεια σου για τη ζωή, που δεν χρειάζεται να συμφωνεί με κανέναν γιατί είναι αποκλειστικά δική σου, όσο αποκλειστικά μοναδική είσαι Εσύ. Και ψάξου, ανοίξου, αφέσου να νιώσεις κάποια στιγμή. Σταμάτα να πηγαίνεις σαν τον κάβουρα που μετράει τα βήματά του δυο μπροστά ένα πίσω. Μίλα, γράψε, διέγραψε, μοιράσου, λάθεψε, τσαλάκωσε, επέτρεψε στην ψυχούλα σου να βρει και να βγάλει βόλτα εκείνο το ταλαίπωρο κοριτσάκι από μέσα, που του δείχνεις συνέχεια το πρέπει να δέχεται κι όχι το χρειάζεται να θέλει.
Βγες από τη αποπνικτική και σκονισμένη γυάλα σου, που εξυπηρετεί τελικά τον οποιοδήποτε άλλον εκτός από σένα. Είσαι πολύ βολική, κοριτσάκι μου, όμως τελικά μόνο όταν νιώσεις αληθινά ξεβολεύεσαι. Και μόνο όταν ξεβολεύεσαι ζεις. Με όλες τις αισθήσεις σου παρούσες. Και, σωστό ή λάθος, αυτό είναι το δικό σου χαρμάνι ζωής. Πάρε βαθιά ανάσα και τράβα μια γερή τζούρα γι’ αρχή. Κι αν ζαλιστείς από όλο αυτό το πολύ, σκάσε κι ένα χαμόγελο. Άνω τελεία κι αναμονή για τη συνέχεια. Άλλαξε “τάξη” είναι Σεπτέμβρης και μια νέα σχολική χρονιά είναι εδώ για νέα μαθήματα /παθήματα. Δήλωσε παρουσία…