Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Ίσως πιστεύεις πως δεν ξέρω, πως δεν έχω καταλάβει. Ίσως πιστεύεις πως αυτές οι μικρές, ανεπαίσθητες σχεδόν αλλαγές σου, έχουν περάσει απαρατήρητες. Ίσως πιστεύεις ότι δεν βλέπω, δεν νιώθω, δεν αντιλαμβάνομαι πως μέρα με τη μέρα απομακρύνεσαι, πως μέρα με τη μέρα μου αφήνεις το χέρι.
Δεν λες κουβέντα κι ίσως αυτό σε κάνει να πιστεύεις πως δεν ακούω τις κραυγές σου. Ίσως νομίζεις πως η σιωπή σου καλύπτει τον ήχο που κάνουν τα βήματα σου προς την εξώπορτα. Βήματα μικρά, αθόρυβα σχεδόν.
Ίσως πιστεύεις πως δεν ξέρω, πως δεν έχω καταλάβει και να ήξερες πόσο θα ήθελα να ήταν έτσι τα πράγματα! Αν ήξερες πόσο θα ήθελα να μην έχω καταλάβει πως η αντίστροφη μέτρηση για μας, έχει από καιρό αρχίσει!
Τα βράδια βλέπω την πλάτη σου. Ακούω την ανάσα σου κι όταν αποκοιμηθείς έρχομαι όλο και πιο κοντά σου, μέχρι που το κορμί μου να γίνει ένα με το δικό σου, να νιώθω τη ζεστασιά σου. Μένω εκεί κι αφήνομαι να αποκοιμηθώ με τον ρυθμό της αναπνοής σου. Μένω εκεί να κερδίζω στιγμές.
Ξέρω πως τα ρούχα σου έχουν αρχίσει νοερά να μπαίνουν στη βαλίτσα και πως δεν υπάρχει γυρισμός. Ξέρω. Ξέρω κι ας νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω. Ξέρω κι ας κάνω ότι δεν καταλαβαίνω. Ξέρω ίσως και πιο πριν το καταλάβεις κι εσύ ο ίδιος…
Όταν κοιτάς αλλού, βλέπω το βλέμμα σου. Έχει αρχίσει από καιρό να ταξιδεύει, σ’ ένα ταξίδι που δεν θα είμαι συνεπιβάτης. Δεν μου ανήκεις πια κι ας κοιμάσαι πλάι μου, θέμα χρόνου είναι να τολμήσεις να το ξεστομίσεις…
Όλα τα ξέρω και κάνω ότι δεν καταλαβαίνω, δίνοντας παράταση στο “μαζί” μας. Όλα τα ξέρω και κάνω ότι δεν καταλαβαίνω, δίνοντας λίγο ακόμη χρόνο στα μάτια μου να σε χορτάσουν.
Πόσο αξιολύπητη νιώθω! Ξέρω και κάνω ότι δεν καταλαβαίνω, γιατί τρέμω τη στιγμή που δεν θα ξυπνάω στο πλάι σου!