Γράφει ο Τριστάνος
Με ξεγέλασες!
Μου είχες πει, ότι μαζί θα δούμε τα ομορφότερα μέρη και του κόσμου και θα τα κλείσουμε στις κοινές μας αναμνήσεις.
Μου είχες πει ότι μαζί θα αντιμετωπίσουμε κάθε εμπόδιο που θα έρθει στο δρόμο μας και με σθένος και αλληλεγγύη, θα το ξεπεράσουμε.
Αντάμα θα ντύναμε το φεγγάρι που ξέφτιζε, μέχρι πάλι να γεμίσει και να μας πλημμυρίσει με το μαγικό του χρώμα!
Κείνες τις νύχτες που μύριζαν γιασεμί και όνειρα φτιαγμένα με λόγια, που πυρωμένα άφηναν τα σημάδια τους μέσα μας!
Με ξεγέλασες!
Μου ‘πες πως με τη γεύση των φιλιών σου, ανάσα θα με πότιζες μέχρι την τελευταία μου πνοή!
Πως τα χέρια μας θα ήταν μπλεγμένα σαν αέναες ρίζες και δεν θα τα χώριζε ο δυνατός άνεμος και καμιά καταιγίδα!
Κανένας πυρετός δεν θα αγκάλιαζε τα σώματα, σαν εκείνον που έκαιγε τα δικά μας, όταν ο έρωτας τα έλουζε με τη φωτιά του.
Θυμάσαι;
Θυμάσαι, που τα μάτια σου έδιναν δακρυσμένες υποσχέσεις, πως τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει;
Ότι γελούσες και κοροΐδευες εκείνους τους παράξενους χτύπους της αμφιβολίας, που τρύπωναν στην καρδιά μου ύπουλα, αδίστακτα σημάδια της επερχόμενης θύελλας.
Θυμάσαι, που άκουγες το τραγούδι μας και σε έπνιγε η συγκίνηση;
Μου λέγες πως χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις και έτρεμαν τα χείλη σου!
Πρόφερες το όνομα μου με μανία, φοβούμενος ότι μπορεί μια μέρα να σωπάσεις.
Θυμάσαι, που τρέχαμε σαν παιδιά να ανταμώσουμε τη βροχή, όταν όλοι προσπαθούσαν να κρυφτούν;
Θυμάσαι;
Που τα παρατούσαμε όλα και μπαίναμε σε ένα αμάξι, σε ένα πλοίο, σε ένα αεροπλάνο και χανόμασταν από όλους και απ’ όλα, με εφόδιο μόνο την γεύση της αγάπης μας!
Με ξεγέλασες!
Μα σ’ άφησα επίτηδες να με ξεγελάσεις.
Χαλάλι σου, άξιζε τον κόπο!
Ήταν το καλύτερο παιχνίδι που παίξαμε ποτέ.
Ήταν τα καλύτερα χαμόγελα που κάναμε.
Ήταν τότε που ζωγραφίζαμε μόνο ήλιους!
Μα τώρα έχει μόνο συννεφιά!