Πόσα “σ’αγαπώ” δεν είπες θεωρώντας το χρόνο δεδομένο;
Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Και κάπως έτσι περνάν οι μέρες. Με τον χρόνο να τρέχει σαν νερό κι εμείς να μένουμε ξοπίσω και να κοιτάμε όλα όσα σαν παιδιά ονειρευτήκαμε να απομακρύνονται μαζί του. Να φεύγουν όλα όσα από τα μικράτα μας θελήσαμε και λαχταρήσαμε να πραγματωθούν. Να μας εγκαταλείπουν κι εμείς να μένουμε να μετράμε τις ζωές μας στα Σαββατοκύριακα. Να στριμώχνουμε τις ελπίδες μας σε αυτά και να προσπαθούμε να φέρουμε τα πάντα στα μέτρα μας.
Μια διαλειμματική ζωή, με όνειρα μικρά. Μικρά γιατί έτσι σου επιβάλλονται, γιατί έτσι τους πρέπει, γιατί η ζωή δεν σου επιτρέπει να χαλαρώνεις και να τα αφήνεις να αναπτυχθούν. Τόσο μικρά που πρέπει να χωράνε στα Σαββατοκύριακά σου. Να ζεις με όρια και με στιγμές μονάχα. Γιατί το πλήρες και το αληθινό είναι για σένα αδοκίμαστο κι αλλότριο.
Να μην ελπίζεις σε τίποτε άλλο πέρα από το να ξεκλέψεις από κάπου λίγο χρόνο. Λίγο χρόνο για να ζήσεις. Λίγο χρόνο για να χωρέσεις μέσα του όσα δεν προλαβαίνεις ποτέ σου να κάνεις. Λίγο χρόνο για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου και να ξορκίσεις τις τύψεις σου. Για όσα δεν πρόλαβες να κάνεις, για όσα δεν κατόρθωσες να ολοκληρώσεις ή ούτε καν να ξεκινήσεις. Λίγο χρόνο για να αναπνεύσεις.
Μια ζωή στριμωγμένη σε Σαββατοκύριακα. Και να κάνεις τον απολογισμό σου από τις αργίες και τις διακοπές σου, από τα καλοκαίρια που ξόδεψες. Από όλα αυτά τα οποία έχασες και ξέχασες. Από όλα αυτά που προσμένεις να έρθουν και να πραγματωθούν.
Άραγε πόσες φορές έχασες την ζεστασιά του ήλιου με το να κάθεσαι στον ίσκιο; Πόσα όνειρα δεν έκανες από το φόβο μήπως χρειαστεί να τα εγκαταλείψεις; Πόσα «σ’ αγαπώ» δεν είπες γιατί πάντα πίστευες ότι ο χρόνος είναι κάτι σταθερό και δεδομένο;
Άραγε, πόσα χρόνια μετράς από τα Σαββατοκύριακά σου;