Μια ευθεία η ζωή μου όλη, με προορισμό εσένα.
Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Στέκομαι ακίνητη πάνω σε γκρίζα άσφαλτο. Ένα χάδι ζεστού ανέμου αγγίζει το πρόσωπό μου καο παιχνιδιάρικα διαπερνάει τα μαλλιά μου. Τον ανασαίνω αργά. Ήρεμες οι ανάσες μου, νωχελικά γεμίζουν τα πνευμόνια μου με ρυθμό σταθερό. Άλλωστε, δεν έχουν και λόγο να γίνονται ταχύτερες. Ή μήπως έχουν;
Τα πόδια μου κοιτώ και σκαλώνω στην ευθεία, λευκή γραμμή που πάνω της πατώ. Απλώνω τα χέρια μου στο πλάι – για να μπορώ να ισορροπώ- κι αρχίζω να βαδίζω πάνω της αργά και προσεχτικά. Ένα-ένα βήμα την κάθε φορά, μη τυχών και χάσω την ισορροπία του εαυτού μου και γκρεμοτσακιστώ. Κι έτσι βαδίζω όλο ευθεία μπροστά, ακροβατώντας εδώ και χρόνια πάνω στη γραμμή που ενώνει τα ” θέλω ” τα δικά μου με εσένα και τον κόσμο σου.
Μια ευθεία η ζωή μου όλη. Μια ευθεία που προορισμό έχει μόνο εσένα. Κι εγώ, που χρόνια τώρα βαδίζω πάνω στις διαδρομές σου, τις παρωπίδες που φορώ σφίγγω περισσότερο, μη τυχόν και ξεφύγει μια στάλα βλέμμα κι απομακρυνθεί από σένα. Από σένα που ξέρω πως κάπου εκεί ίσως, στο τέλος του δρόμου τούτου στέκεσαι και με περιμένεις. Κάπου εκεί! Ή μήπως όχι;
Κάθε ένα βήμα μου πάνω στη γραμμή σου, ιερά κουβαλάει την ψυχή μου. Στα χέρια σου ακέραιη να προφτάσω να στην παραδώσω, να νιώσεις την φωτιά της, να σε τυλίξει ολόκληρο η αγάπη που κρύβει μέσα της για σένα. Τόσο σε λάτρεψα! Τόσο σε λατρεύω ακόμη. Τόσο, που μένω ακόμη εδώ, σταθερά να κοιτώ μόνο το δρόμο που μου χάραξες. Τόσο, που επιμένω ακόμη να ακροβατώ στα ”ίσως” και να βαδίζω πάνω σε ελπίδες κούφιες. Απαλά βήματα αφήνει πάνω τους η ψυχή μου, από φόβο μη σπάσει το τσόφλι τους και δω ξεκάθαρα την αλήθεια που γνωρίζω από καιρό.
Κι όσο περπατάω, άλλο τόσο νιώθω πια πως κινούμαι πάνω σε διάδρομο μηχανικό και πως στο ίδιο πάντα σημείο βρίσκεται το κορμί. Στο μηδέν. Σταθερά στο μηδέν! Κι εσύ εκεί στο βάθος του δρόμου, μια ψευδαίσθηση μοιάζεις να είσαι μοναχά. Ένας αντικατοπτρισμός μιας οάσης που λαχταρούν τα μάτια του διψασμένου, απελπισμένου διαβάτη στην έρημο. Τώρα νομίζω πως ξέρω. Ξέρω πως δεν θα προφτάσω να σου φανερωθώ ολάκερη. Ο άνεμος αυτός που τρυφερά με αγγίζει-ο χρόνος – παίρνει μαζί του φεύγοντας κι ένα κομμάτι δικό μου. Αργά, ύπουλα κι αυτός! Κι όσο τα βήματά μου άρχισαν πια να βαραίνουν, τόσο τα κομμάτια μου σκορπούν και χάνονται πίσω μου. Άλλα τα διασκορπίζει ο άνεμος κι άλλα πέφτουν απλώς νεκρά στα πατώματα. Μαζεύω τα χέρια μου και τα κοιτώ. Άρχισαν να ξεθωριάζουνε σιγά-σιγά, διάφανα να γίνονται. Σαν εικόνα που αργοσβήνει! Τρομαγμένη αγγίζω το πρόσωπό μου κι ίσα που το αισθάνομαι. Με παρασέρνει ο άνεμος του χρόνου και με σκορπά! Θεέ μου, προλαβαίνω;
Με χέρια που τρέμουν, τολμώ τις παρωπίδες που φορώ να βγαλω βιαστικά και τις πετάω. Τα μάτια μου ανοίγω διάπλατα, για μια στιγμή. Απελπισμένα, φοβισμένα, γύρω μου κοιτώ όλα όσα πότε δεν τόλμησα να αναζητήσω. Όλα όσα βρίσκονται γύρω από εσένα και την ατελείωτη, μονότονη ευθεία σου. Τόσοι δρόμοι απλώνονται να τρέξει η ψυχή μου ελεύθερη, να χοροπηδάει, παιδί να γίνεται μέσα στους αγρούς. Τόσα μονοπάτια γύρω από τη ζωή μου, που ποτέ δεν είδα, κοιτώντας μόνο εσένα .
Για άλλη μια φορά, στέκομαι ξανά εδώ, στο ίδιο το σημείο πάνω στην γκρίζα άσφαλτο. Τα πόδια μου πατούν πάνω σε μια γραμμή λευκή, ευθεία. Μα τα μάτια μου κοιτούν απέραντα χωράφια! Και χαμογελώ!