Γράφει ο Γιώργος Γαλάνης
Τα πρώτα φώτα της πόλης άρχισαν να σβήνουν. Ξημέρωσε πάλι! Τα ρούχα μυρίζουν τσιγάρο και η ανάσα αλκοόλ. Κάπως έτσι, πιωμένος, ζαλισμένος, ανοίγω δειλά την πόρτα του σπιτιού. Για άλλη μια φορά, για ένα ακόμη ξημέρωμα, οι σκέψεις βασανίζουν το σχεδόν αρρωστημένο μου μυαλό και σε ρόλο πρωταγωνιστή βρίσκεσαι εσύ και πάλι.
Κάθομαι στον καναπέ, ανάβοντας το τελευταίο μου τσιγάρο και παρατηρώ τη στάχτη να θρυμματίζεται στο τασάκι και χαμογελώ ειρωνικά. Βλέπεις, κάπως έτσι μέρα με τη μέρα σαν τη στάχτη θρυμματίζονταν όλα όσα χτίζαμε οι δυο μας.
Θυμάμαι πόση φασαρία, πόσες καθημερινές εντάσεις είχε το σπίτι μας, πόσα λάθη αλλά και πόση αγάπη είχαμε ο ένας για τον άλλον. Να φανταστείς, ήταν τόση η αγάπη εκείνη που μας φόβισε και εμείς τόσο μικροί μπροστά της, που δεν καταφέραμε στο τέλος να τη σώσουμε. Η επαναστατική σου ψυχή δεν σε άφηνε να ακούσεις, όλα αυτά που προσπαθούσα να σου εξηγήσω, σε τύφλωνε, δεν έβλεπες. Φοβόσουν..όπως ακριβώς φοβόμουν και εγώ!
Ξέρεις, ο κόσμος πάντα λέει πως για κάποιο λόγο γίνονται όλα, μα αυτόν τον λόγο ποτέ δεν τον κατάλαβα. Ίσως κάποτε να μάθω, μα πάλι ίσως και να μην μάθω ποτέ.Εσυ απλα ηρθες στην ζωη μου και σου επετρεψα να με πληγωσεις και τα καταφερες!Νικη για σενα καταρα για μενα!Ξαφνικά νιώθω κουρασμένος, άσε με να κοιμηθώ και φεύγοντας πάρε μαζί και την σκιά σου απ’το μυαλό μου, μη με βασανίσεις κι άλλο. Το αλκοόλ σε γύρισε πίσω. Δεν υπάρχεις πια, είσαι θαμμένη μέσα μου, κλειδωμένη στα κελιά μου με ευχή και κατάρα να μην ανέβεις ποτέ στην επιφάνεια.
Πριν κλείσω κι απόψε τα μάτια μου, θέλω πάνω στο πιωμα μου να εξομολογηθώ…Πληγή πάνω στην ψυχή μου είσαι! Τότε δεν κατάλαβα, μα τώρα ξέρω…ήσουν η ευτυχία του παρελθόντος μου και χρίστηκες η δυστυχία του μέλλοντός μου!
Να προσέχεις πάντα, και η κατάρα που σου δίνω είναι να ξεχνάς, η ευχή μου είναι πάντα να αγαπάς!