Είσαι μακριά. Μακριά μου.
Είναι στιγμές που νιώθω πως δε μας ενώνει πια τίποτα.
Είναι στιγμές που αναρωτιέμαι αν πέρασες ποτέ από τη ζωή μου.
Όλα όσα ζήσαμε, φαντάζουν όνειρα, μακρινά και σπρωγμένα στο ασυνείδητο.
Είναι όμως και στιγμές, που ρωτάω τον εαυτό μου αν έφυγες ποτέ από την καρδιά μου.
Κοιτάζω μέσα της και το μόνο που αντικρίζω, είσαι εσύ.
Η ζεστασιά του χεριού σου, ακόμα πάνω στο δικό μου.
Η σιγουριά της αγκαλιάς σου, πανωφόρι γύρω στους ώμους μου.
Δεν ξέρω αν θα γυρίσεις ποτέ.
Δεν ξέρω τίποτα. Απολύτως τίποτα.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένα πράγμα, δεν θα το αποδεχτώ ποτέ.
Έλεγες πως είσαι δικός μου, ψυχή και σώμα.
Ναι, χωρίσαμε. Ναι, χαθήκαμε.
Ναι, επέστρεψες εκεί όπου ανήκες, ψυχή και σώμα.
Ναι, μπήκες σε άλλο σώμα.
Τα χέρια σου χάιδεψαν κάποια που σε έχει ξεχάσει.
Κάποια που έλεγες ότι είχες ξεχάσει κι εσύ.
Δε σε κατηγορώ, αλλά δε σε καταλαβαίνω κιόλας.
Είχες τη δύναμη να μου το πεις, σε μένα, που το σώμα μου ήταν το σπίτι σου.
Και προς επίρρωση όλων, έβλεπες, είπες, το πρόσωπό μου, όλη την ώρα, κάθε στιγμή.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πιστέψω, σε τι και γιατί.
Μα τώρα πια, λίγη σημασία έχει.
Ούτε η ψυχή, ούτε και το σώμα.