Εσύ συμβιβάστηκες στο φόβο, αλλά εγώ κορίτσι μου, επιλέγω να τα ζήσω όλα, πολύ!
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Καιρό τώρα, με μια στεναχώρια κοιμάμαι τα βράδια και ξυπνώ το πρωί.
Εγώ και η στεναχώρια μου, πολύ καιρό τώρα, συνυπάρχουμε και πορευόμαστε μαζί χέρι χέρι. Δύσκολα μου αφήνει χώρο για να μπει οτιδήποτε άλλο. Μου κλειδώνει παράθυρα και πόρτες και βάζει ένα τεράστιο “στοπ” σε κάθε τι ικανό να ταράξει την ανύπαρκτη ζωή μου. Μια εγωίστρια και απόλυτη μοναξιά, έχει φτιάξει φωλιά μέσα μου και ζωγραφίζει γκρίζα.
Με ένα πένθος πάνω μου, βαρύ και ασήκωτο, κάθομαι στο τραπέζι μου να φάω το φαί μου, στο στομάχι μου κάθεται και δεν με αφήνει την τροφή μου να χωνέψω. Μου κλέβει τις ανάσες μου, τις μισές μου αφήνει. Μου θεριεύει έναν πόνο και τα τραγούδια μου, τα κάνει όλα μαύρα.
Πενθώ!
Πενθώ έναν άνθρωπο, όχι από αυτούς που έχουν φύγει, όχι από αυτούς που έχουν χαθεί, όχι από αυτούς που για κάπου ψηλά έχουν ταξιδέψει.
Πενθώ για σένα!
Εσένα που σέρνεις το άψυχο κορμί σου στον κόσμο των ζωντανών, χωρίς ούτε ένα ίχνος ζωής.
Εσένα που στολίζεις, με βλεφαρίδες ψεύτικες, με νύχια λαμπερά, με χρώμα στα μαλλιά σου και με ένα ψεύτικο χαμόγελο, την νεκρή από καιρό ψυχή σου.
Πενθώ τον πιο ζωντανό πρώην άνθρωπο που γνώρισα, την πιο φασαριόζα πρώην ψυχή που συνάντησα. Αυτήν που την έχει σκεπάσει μια απόκοσμη νεκρική σιγή, πολύ καιρό τώρα.
Τον πιο φωτεινό πρώην άνθρωπο από όλους, που πια μοιάζει με πτώμα, που πια σκοτείνιασε σαν κόλαση και μυρίζει σαν τέλος.
Έντρομος παρακολουθώ ένα άδειο κουφάρι να σέρνετε ανάμεσα στους ζωντανούς, χωρίς χτύπους στην καρδιά του, χωρίς σφυγμό και δίχως στάλα αίμα μέσα του.
Πενθώ μια θάλασσα που από γαλάζια έγινε τίποτα, έγινε άχρωμη, ψυχρή και στέγνωσε.
Ένα καλοκαίρι, που πια μονό παγωνιές χαρίζει, που το αεράκι του έχασε, που τις νύχτες του έσκιαξε και τα αστεράκια του κλαίνε.
Πενθώ έναν ήλιο που στέκει ακίνητος, σβησμένος και κρύος και ένα φεγγάρι χλομό και ντροπιασμένο.
Πενθώ κάτι λέξεις που σώπασαν πρόωρα και κάτι αισθήματα που ψεύτικα βγήκαν.
Μα φτάνει πια!
Σε έκλαψα και ήρθε η ώρα τα μαύρα να βγάλω.
Την μνήμη σου τίμησα και ήρθε η ώρα να ζήσω.
Μου χρωστάω μια ζωή που μου στέρησες. Μου χρωστάω κάτι όνειρα που να ζήσουν ζητάνε. Μου χρωστάω αγκαλιές διψασμένες, σ αγαπώ ορφανά και κάτι γέλια κομμένα.
Πολέμησα για σένα.
Πολέμησα σκληρά να σε κρατήσω ζωντανή, με όση δύναμη είχα. Και τώρα άλλη δεν μου έμεινε.
Εσύ επέλεξες τον θάνατο, εσύ το θέλησες τρομαγμένα να πεθάνεις και δειλά να χαθείς.
Εγώ επιλέγω να ζήσω. Πληγωμένος, μα όρθιος, λαβωμένος, μα ολόκληρος, επιλέγω να ζήσω!
Τώρα, που πια τίποτα δεν έχει μείνει από σένα, πάρα μόνο ένα άδειο σώμα, μια γεύση πικρή και ένα λευκό σφραγισμένο χαρτί…Το πιστοποιητικό θανάτου σου!
Το πιστοποιητικό θανάτου, που κρατώ στα χέρια μου και το γράφει ρητά.
Αναφερθείσα πάθηση – “συμβιβασμός”.
Ώρα θανάτου – “σήμερα”.
Αίτια θανάτου – “φόβος”.
Εγώ επιλέγω να ζήσω.
Αντίο