Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Εκείνα τα καλοκαίρια που τα φιλία του έμοιαζαν σαν θαλασσινό αλάτι.
Σαν γεύση από παγωτό, εκείνου του πραγματικού.
Που το παγωτό σοκολάτα ήταν μια γεύση και όχι δέκα με διαφορετικές εκδοχές.
Καλοκαίρι σαν τον αέρα που μοσχοβολούσε καρπούζι πάνω στα φρεσκοπλυμένα ρούχα από τα χεράκια της μαμάς.
Που ο μπαμπάς φώναζε να ντυθούμε γρήγορα για να μην χάσουμε το μπάνιο. Που ανυπομονουσαμε να πάρει ούζο για να του φάμε όλα τα μεζεδάκια και να μας κυνηγάει έως την άκρη της θάλασσας.
Που οι φωνές τις γιαγιάς για να φάμε το αυγό ακουγόταν μέχρι κάτω την πλατεία του χωριού και εμείς κρυβόμασταν, τάχα μου πως δεν ήταν η φωνή της δικιας μας για να μην γίνουμε ‘ρομπα’.
Που το μόνο μας μέλημα ήταν το κρυφτό και η προπόνηση στο ηλεκτρονικό πακμαν, που το είχε ο κυρ Μήτσος στο καφενείο, για να περάσουμε τις πίστες στο στοίχημα που βάζαμε για το κέρασμα στα σουβλάκια.
Που τη νύχτα ανυπόμονουσαμε να πάμε στην πιο κρυφή γωνία του χωριού, κάτω εκεί στην άκρη του Ηρώων, για να μην μας δει κανείς και να δώσουμε το πιο γλυκό, αθώο φιλί της ζωής μας!
Ένα καλοκαίρι σαν γλυκό σύκο βγαλμένο μέσα από το μπαούλο της γιαγιάς.
Που ο έρωτας γεννιόταν με ένα απλό κοίταγμα την πρώτη ημέρα των διακοπών. Ένα άγγιγμα που είχε όνομα και φωνή!
Που ήξερες πως το καλοκαίρι ετούτο θα ήταν το πιο ωραίο της σχολικής σου ζωής.
Πως θα το θυμόσουν όλο το χειμώνα για να σε βγάλει από τα ζόρια του άχρωμου και άγευστου σχολείου.
Εκείνο το καλοκαίρι με γεύση πραγματικής σοκολάτας που δεν θα ξεχνούσες ποτέ!
Που το γέλιο σου ήταν δυνατό και αληθινό, μα δεν είχες τίποτα να κρύψεις.
Που το κλάμα ήταν μόνο από πραγματική λύπη και όχι έτσι για την ιστορία.
Που το σ’ αγαπώ ήταν σ’ αγαπώ κανονικό, κατακόκκινο και άφηνε χρώμα σαν τα γλυφιτζούρια κοκοράκια από τα πανηγύρια του χωριού.
Καλοκαίρι σαν τα παιδιά με άρωμα από πούδρα, έτσι αγνά και λευκά.
Καλοκαίρι με γεύση αληθινού παγωτού!