Στο “μαζί” κερδίζεται η σχέση..
Γράφει η Νένα Παπαδοπούλου
Το φαγητό ζεστό πάνω στο τραπέζι. Έβαλε όλη της την τέχνη αυτήν την φορά. Ήθελε να τον εντυπωσιάσει. Ο έρωτας περνάει από το στομάχι της έλεγε η γιαγιά της και κείνη τον τελευταίο καιρό ούτε αυτό δεν φροντίζει να κάνει σωστά. Έχει χαθεί σε δουλειές, υποχρεώσεις, παιδιά, άγχη… Δεν θυμάται από πότε έχει να τον κοιτάξει στα μάτια. Μα αυτά τα μάτια αγαπά περισσότερο… Αυτά τα μάτια ερωτεύτηκε, με αυτά τα μάτια κοιμάται κάθε βράδυ…
Πόσο της έχουν λείψει και ας ζουν στο ίδιο σπίτι.
Κοιτάει το ρολόι. Αργεί, γιατί αργεί; Πάλι έτυχε κάτι στην δουλειά, ή μήπως δεν είναι η δουλειά αυτή που τον καθυστερεί τα βράδια; Θα κρυώσει το φαΐ. Βάζει ένα ποτήρι κρασί και περιμένει. Θα περιμένει όσο χρειαστεί αρκεί να έρθει.
Αχ! Κατάντησε σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες να περιμένουν μετανιωμένες πάνω από ένα στρωμένο τραπέζι. Μπα! Δεν γίνεται να συνεχίσουν έτσι. Πρέπει κάτι να κάνει. Να τον κερδίσει ξανά. Εκείνη φταίει που έφτασαν ως εδώ. Εκείνη θα φταίει αν την παρατήσει για άλλη. Τι να κάνει και αυτός, όλο δουλειές, μαλώματα, κουρασμένες δικαιολογίες. Βαρέθηκε.
Σκέφτεται, σκέφτεται…. Το μυαλό της έχει βομβαρδιστεί από τα λάθη της. Ψάχνει να βρει τις ευθύνες της μέσα σε ένα γάμο που χάνεται. Τους πήρε η κατηφόρα και δεν υπάρχει φρένο να πατήσει, το πόδι της πάει συνέχεια σε ένα κενό μοχλό. Νιώθει αδύναμη να σταματήσει την κατρακύλα.
Πέρασε η ώρα και εκείνος άφαντος. “Τσάμπα έστειλα τα παιδιά στη γιαγιά, σκέφτεται. Να τον πάρω τηλέφωνο; Ίσως του έχει συμβεί κάτι.” Φοβάται… Δεν παίρνει… Ίσως νιώσει καταπίεση όπως την άλλη φορά. Δεν θέλει να τον χάσει, τον αγαπάει. Αγαπάει το σπίτι τους, αγαπάει τα παιδιά τους, αγαπάει τη δουλειά τους, αγαπάει όλα αυτά που έφτιαξαν μαζί. Αν δεν υπήρχε αυτός και ο έρωτας τους δεν θα υπήρχε τίποτα από όλα αυτά που έχουν καταφέρει.
Ακούει τη μηχανή του αυτοκινήτου του, ήρθε! Είχε μάθει να αναγνωρίζει τον θόρυβο αφού κάθε φορά ανυπομονούσε να ρθει εκείνος να κοιτάξει τα παιδιά για να φύγει αυτή για την δικιά της βάρδια.
Έτσι χανόνταν πίσω από οδηγίες για φαγητά και φάρμακα των παιδιών και ένα φιλί πεταχτό βιαστικά στην πόρτα. Άραγε θα χαρεί με το τραπέζι; Θα χαρεί που είναι μόνοι τους; Υπάρχει ελπίδα να σώσουν κάτι από όλα όσα τους ένωσαν κάποτε ή έχουν χαθεί όλα στη βέρα που φοράει στο χέρι της;
Ναι, όσο και αν ακούγεται τετριμμένο, όσο και αν οι περισσότεροι ερωτευμένοι νεόνυμφοι αρνούνται να το δεχθούν, ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα. Τον σκοτώνει γιατί σε γεμίζει με άλλα και χάνεσαι άθελα σου μέσα σε αυτά. Όμως ο έρωτας είναι επτάψυχος και ζωντανεύει με κάθε ανάμνηση, με μικρές καθημερινές αλλαγές της ρουτίνας, με όμορφα λόγια και λίγο χρόνο να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια. Να χαθείς στην αγκαλιά του για λίγο έστω και να θυμηθείς τι σημαίνει για σένα. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο και κανένα στεφάνι δεν σε δένει με τον άλλο για πάντα.
Ένας ασταμάτητος αγώνας είναι και κοίτα να τον νικήσεις. Μπορείς και πρέπει να το κάνεις.
Τα κλειδιά στην πόρτα ακούστηκαν και κείνη ξεπρόβαλε αθόρυβα με το λευκό φόρεμα που της είχε πάρει στα γενέθλια της. Δεν μίλησε, απλά τον κοίταξε. Στα μάτια… Αχ αυτά τα μάτια. Την αγαπούσαν και την ποθούσαν. Όπως τότε… Το ένιωσε σε όλο της το κορμί.
Ούτε αυτός μίλησε μόνο την πλησίασε…
“Επιτέλους” της είπε….
“Μου λείπεις … Κάθε μέρα, κάθε ώρα….
Γεμίσαμε μοναξιά και ας κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι κάθε βράδυ.
Δεν αντέχω να είμαι μόνος δίπλα σου. “
Προσπάθησαν και τα κατάφεραν. Και οι δύο μαζί. Μαζί στα σοβαρά, μαζί και στα ανούσια. Αυτό εξολοθρεύει την ανία και το χάος των ευθυνών. Το μαζί και το σφίξιμο του χεριού. Κοιταχτείτε στα μάτια, χαθείτε εκεί μέσα και θα τα καταφέρετε.