Γράφει η Ελένη Σάββα
Καμιά φορά σκέφτομαι, πως θα ήταν αν με κρατούσες αγκαλιά. Εγώ θα σου χάιδευα το χέρι κι εσύ θα με κοιτούσες τρυφερά. Το κεφάλι μου θα ήταν κοντά στην καρδιά σου, για να την ακούω. Θα ήταν, βλέπεις ένας τρόπος διαβεβαίωσης. Έτσι για σιγουριά, να ξέρω πως μ’ αγαπάς στ’ αλήθεια. Καμιά φορά, φαντάζομαι, πως θα ήταν αν μου χαμογελούσες. Ο κόσμος μου ξαφνικά θα γινόταν τόσο όμορφος. Λουλούδια θα φύτρωναν παντού, ακόμα και στην καρδιά μου. Λουλούδια πολύχρωμα και ευωδιαστά.
Φαντάζομαι καμιά φορά, πως θα ήταν αν μ’ αγαπούσες. Τόσο όμορφα, τόσο γαλήνια, τόσο ονειρεμένα. Τα σύννεφα θα είχαν άλλα σχήματα: καρδούλες κι αστεράκια. Και το φεγγάρι τη νύχτα θα το κοιτούσαμε μαζί. Και θα συζητούσαμε πόσο περίεργος είναι αυτός ο κόσμος. Κι ύστερα πάλι θα μ’ έπαιρνες αγκαλιά. Κι όλα θα έμοιαζαν πιο απλά. Ο ουρανός θα γέμιζε με αστέρια φωτεινά.
Και στα όνειρα μας, θα ήμασταν πάλι μαζί. Χέρι-χέρι θα περπατούσαμε πάνω σε χρώματα. Και θα κοιταζόμασταν που και που, για να βεβαιωθούμε πως χαμογελάμε κι οι δυο. Και το πρωί θα μου έλεγες “Σ’ αγαπώ”, σαν να ήξερες πόσο πολύ το έχω ανάγκη. Και θα μου έδινες το πιο γλυκό σου φιλί και δύναμη για όλη τη μέρα.
Τόσο απλός θα ήταν ο κόσμος μου αν μ’ αγαπούσες. Κι ας υπήρχαν σύννεφα. Κι ας υπήρχαν βροχές, χιόνια, αδιάβατα βουνά και μαύρες μέρες. Θα έβρισκα το χρώμα στην αγάπη. Κι αν ξεχνούσαμε ποτέ να αγαπάμε, θα χανόμασταν για λίγο μέχρι να ξαναβρούμε τρόπους και χαμόγελα.
Τι ωραία που θα ‘ταν, αν μ’ αγαπούσες. Το μπλε του ουρανού θα ήταν αλλιώς σου λέω, σίγουρα. Κι ο καφές θα είχε άλλη γεύση. Όλα θα άλλαζαν. Όλα, θα είχαν το άρωμα σου. Όλα θα είχαν το χρώμα των ματιών σου και τη γεύση των φιλιών σου. Ένα μόνο δεν θα μπορούσα να βρω πουθενά αλλού: Τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου.