Ο άνθρωπός σου, είναι ο έρωτας και η δύναμή σου!
Ήμασταν δύο πολύ καλοί φίλοι. Ίσως και οι καλύτεροι. Στηρίζαμε ο ένας τον άλλο στα πάντα, συζητούσαμε και γελούσαμε παρέα. “Ψυχολόγο μου”, έτσι σε έλεγα.
Κι εσύ, είχες πάντοτε μία καλή γνώμη, μια σοφή άποψη να μου παρουσιάσεις και.. να με γλιτώσεις από τα θηρία του μυαλού μου.
Ποτέ, ωστόσο, δε μου ήσουν αδιάφορος ως άντρας-και πιστεύω πως ούτε κι εγώ περνούσα απαρατήρητη από τα μάτια σου-μα ποτέ δε σκέφτηκα εμάς τους δυο μαζί.
Δεν έκανα ποτέ εικόνα ένα ζευγάρι, φτιαγμένο από εσένα κι εμένα.
Σε θαύμαζα, ενίοτε σε καμάρωνα κιόλας. Σε θαύμαζα.. τόσο πολύ, που νιώθω πως αυτό το συναίσθημα άναψε σιγά σιγά σπίθες πρωτόγνωρες μέσα στην καρδιά μου.
Ήρθαμε πιο κοντά, τόσο σιγανά, τόσο γλυκά, τόσο φυσιολογικά..
Σε κοιτούσα να φεύγεις εκείνο το μεσημέρι, σκυθρωπός και με εκείνο το αντρίκια παραπονεμένο βλέμμα σου.. είχες έννοια, το ήξερα, μου το ‘χες πει.
Σου φώναξα “εκείνο το ροζέ το ημίγλυκο και την καλή παρέα για πλάκα τα ‘πες;”, κοιτώντας σε και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το σαστισμένο ύφος σου.
“Φυσικά και όχι”, μου απάντησες, ενώ πάσχιζες να κρύψεις την έκπληξή σου και να φανείς άνετος, την ίδια ώρα που άνοιγες μια τεράστια, μυστηριώδη πόρτα στο “εμείς”..
Το κρασί εκείνο δεν το ήπιαμε παρέα, ήπιαμε όμως πολλά άλλα μπουκάλια, κρασιού, ουίσκι και λοιπών καυσίμων, ενός έρωτα, που φανερωνόταν από εκεί που τον κρατούσαμε κρυμμένο, τόσα χρόνια..
Ανάμεσα σε ατέλειωτα γέλια, ανυπόμονο καρδιοχτύπι και τις δικές μας, αξημέρωτες κουβέντες, άνθιζε καθημερινά η αγάπη μας, αγάπη μου.
Βρίσκαμε, ξανά και ξανά, ο ένας στον άλλο, όλα όσα είχαμε στερηθεί, όσα η ζωή μας τσιγκουνεύτηκε..
Τα κορμιά μας κούμπωσαν με πάθος, κι ο αέρας γύρω μας φώναζε μοναχά μια απορία: “γιατί δε σμίξαμε νωρίτερα;”
Σήμερα, μετά από τόσο καιρό, μετά από καλές αλλά και δύσκολες στιγμές, το μόνο πράγμα που έχω να σου πω είναι ένα: είσαι ο άντρας της ζωής μου, ο άνθρωπός μου, η δύναμή μου.